Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Η μεγάλη διαφορά. που 'χει η βόλτα απ' το ταξίδι. είναι η λύπη κι η χαρά. στη βόλτα δε χωρά ...

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

the little knife's story

Μια φορά κι έναν καιρό, στο συρτάρι μιας κουζίνας, μέσα στην θήκη για τα μαχαιροπήρουνα, ζούσε ένα μικρό μαχαίρι με μια κοφτερή λεπίδα. Όσο μεγάλωνε τόσο πιο κοφτερή γινόταν η λεπίδα του. Ήταν το πιο κοφτερό από όλα τα μαχαίρια που ζούσαν στα συρτάρια της κουζίνας. Μπορούσε να κόψει τα πάντα. Η γυναικά που έμενε σ’αυτήν την κουζίνα έκοβε κάθε μέρα το ψωμί και ήταν το μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για την προετοιμασία των γευμάτων. Και ο σύζυγός της, αυτόν έπαιρνε για να κάνει κάποιες μικροδουλειές στο σπίτι. Ακόμα και για τα αγόρια, αυτός ήταν το αγαπημένο τους μαχαίρι. Τρύπωναν κρυφά στην κουζίνα, το έπαιρνα από το συρτάρι και έτρεχα στο σπιτάκι του δέντρου να φτιάξουν τόξα, βέλη και διαφορές κατασκευές.

Ακόμα και τα μαχαίρια μαγειρέματος τον θαύμαζαν. Αυτά που ζούσαν σε μια ξύλινη περίεργη θήκη επάνω στον πάγκο της κουζίνας . Και πιο πολύ, το μαχαίρι του chef που ήταν σοφό και ήξερε πολλές ιστορίες. Όταν βρισκόντουσαν στο πλυντηριο των πιάτων τα έλεγαν . Είχαν γίνει φίλοι.

Το θαύμαζε το μαχαίρι του σεφ και είχε μάθει πολλά απ’αυτόν. Αλλά και το μαχαίρι του σεφ θαύμαζε το μικρό μαχαιράκι .
Να την προσεχείς την λεπίδα σου του έλεγε μερικές φορές, άλλο το μικρό μαχαιράκι δεν τον άκουγε

Και το μικρό μαχαίρι, έκοβε και έκοβε και όλοι έλεγαν «Τι κοφτερό μαχαίρι !!!». Και το μαχαίρι έκοβε όλο και περισσότερο. Μα, μετά από καιρό, ήταν λίγο πιο δύσκολο να κόψει, και όσο περνούσε ο καιρός χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια . Και εκείνος προσπαθούσε σκληρά και πιο σκληρά για να κόβει και να κόβει και να κόβει

Τα άλλα μαχαίρια ta και κουτάλια και πιρούνια στο συρτάρι του έλεγαν "Η λεπίδα σου είναι εξουθενωμένη. Πρέπει να ξεκουραστείς για λίγο ", αλλά το μαχαίρι σκεφτόταν την οικογένεια. Δεν θα μπορούσε να τους αφήσει έτσι . Δεν θέλω να τους απογοητεύσω, σκέφτηκε και προσπαθούσε όλο και πιο σκληρά για να κόβει και να κόβει και να κόβει

Μέχρι την ημέρα που η λεπίδα δεν μπορούσε να κόψει σχεδόν τίποτα. Ούτε ένα κομμάτι άφρατο κέικ

Δεν μπορώ να κόψω πια , είπε στην γυναίκα, αλλά εκείνη δεν τον άκουγε και συνέχιζε να κόβει.
Και ο άντρας της όταν εφτιαχνε κατι καλώδια, ούτε εκείνος τον άκουγε όταν του φώναζε «δεν μπορώ να κόψω άλλο» και συνέχιζε να κόβει

Εκείνο το βράδυ , στο συρτάρι της κουζίνας, αποτραβηχτηκε σε μια γωνιά και έκλαιγε για την λεπίδα του. «Δεν είμαι πια ένα κοφτερό μαχαίρι, είπε.. Οι άνθρωποι θα πάψουν να με αγαπούν Δεν έχω τίποτα να προσφέρω πια . Και άρχισε να κλαίει, και να κλαίει και να κλαίει. .
Ντρεπόταν που δεν ήταν κοφτερό πια. Μα πιο πολύ στεναχωριόταν που δεν θα μπορούσε να είναι φίλος με το μαχαίρι του σεφ. Δεν θα με αγαπά τώρα, σκέφτηκε. Κι ας ήθελε την παρέα του, τώρα προσπαθούσε να τον αποφύγει.

Όμως βρεθήκαν ξανά στο πλυντήριο πιάτων.
- που είσαι ? Χάθηκες του είπε.
- Δεν έτυχε να βρεθούμε του απάντησε και προσπάθησε να φύγει μακριά του για να μην δει την λαβωμένη λεπίδα του.
- Είσαι καλά ? τον ρώτησε.
Δίστασε για λίγο, δεν ήθελε να μάθει το μυστικό του, αλλά εκείνος τον κοίταξε στοργικά. Μάλλον, έχει καταλάβει σκέφτηκε και αποφάσισε να του μιλήσει.

- προσπάθησες να τροχίσεις την λεπίδα σου στην πέτρα, τον ρώτησε
- Οχι σε ποια πέτρα ?
- Υπάρχει μια πέτρα στο συρτάρι πάνω από το δικό σου. Ρώτησε την. Ίσως μπορεί να σε βοηθήσει.

Έτσι λοιπόν , το μαχαιράκι, το ίδιο κιόλας βράδυ, όταν όλοι κοιμόντουσαν, βρήκε από την θήκη με τα μαχαιροπήρουνα, τρύπωσε στο κενό ανάμεσα στα συρτάρια και σκαρφάλωσε στον επάνω όροφο, να βρει την πέτρα.

Μπορείς να με βοηθήσεις, την ρώτησε.
Η πέτρα, τον περιεργάστηκε για λίγο και μετά του είπε
«μμμ, δύσκολη περίπτωση. Θα κάνω ότι μπορώ αλλά μην περιμένεις και πολλά. Έλα διπλά μου και άρχισε να ακονίζεις την λεπίδα σου επάνω μου.

Και το μαχαιράκι έπιασε δουλειά. Έτριβε και έτριβε. Και για τρεις ημέρες έτριβε και έτριβε και έτριβε την λεπίδα του πάνω στην πέτρα.
Θα τα πούμε αύριο , της είπε, όταν πια είχε ξημερώσει και είχε κουραστεί.
Καλυτέρα όχι, του λέει η πέτρα. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω περισσότερο.

-Πήγες στην πέτρα , τον ρώτησε το μαχαίρι του σεφ, την επόμενη μέρα όταν τον συνάντησε στον πάγκο της κουζίνας
- Ναι πήγα. Κόβω λίγο καλύτερα αλλά δεν θα ξαναγίνω όπως πριν. Μου ειπα να μην ξαναπαω. Είναι μάταιο.
- Πως νιώθεις, τον ρώτησε με ζεστή φωνή.

Το μικρό μαχαιράκι βούρκωσε και άρχισε να κλαίει.
- Ξέρεις, του λέει εκείνος, όταν δυσκολεύομαι να κόψω κάτι ψάχνω να βρω ένα σημείο που έχει λιγότερη αντίσταση.
- Δηλαδή, τον ρωτά το μαχαιράκι

Αλλά δεν πρόλαβε να ακούσει την απάντηση γιατί η γυναίκα τον πήρε και τον έκλεισε μέσα στην θήκη με τα μαχαιροπήρουνα.

Το απόγευμα, άλειψε μερεντα για να φάνε τα παιδιά. Είχαν καθίσει γύρω από το τραπέζι της κουζίνας να κάνουν τα μαθήματα του. Το μεγαλύτερο αγόρι είχε μια εργασία . Να φτιάξει από κάτι άχρηστο κάτι άλλο χρήσιμο. «Γιατί δεν φτιάχνεις ένα χαρτοκόπτη» , του είπε η μαμά του που ξεφύλλιζε ένα βιβλίο με ιδέες.

Το μαχαίρι το άκουσε αυτό. Είχε ανοίξει στο παρελθόν κάποιους φακέλους που είχαν φτάσει στο σπίτι. Αυτό θα μπορούσε να το κάνω, σκέφτηκε. Ίσως αν γίνω χαρτοκόπτης θα ξαναγίνω χρήσιμος και ζωντανός.

Έτσι σύρθηκε μέχρι την άκρη του πάγκου. Θα πέσω κάτω θα κάνω θόρυβο και έτσι θα με δουν και θα με πάρουν.

Βλέπει όμως το απέραντο κενό και κάνει πίσω.

- Πήδα, του λέει το μαχαίρι του σεφ που τον έβλεπε από μακριά και είχε καταλάβει το σχέδιο του.
- Δεν μπορώ, φοβάμαι
- Μπορείς του λέει εκείνος
- Μα είναι ψηλά, θα σπάσω, φοβάμαι .Κι αν σπάσω θα με πετάξουν στα σκουπίδια.
- Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Ίσως να μην το έχεις καταλάβει ως τώρα , αλλά δεν σε βοηθούσε μονό η κοφτερή σου λεπίδα για να κόβεις , ήταν και η δύναμη σου. Μπορείς να το κανείς

Το μικρό μαχαιράκι, κοιτάει μια το μαχαίρι του σεφ και μια το κενό . Μετά , παίρνει μια βαθιά ανάσα και πηδάει.

Κάποτε , στο συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα, ζούσε ένα μικρό μαχαιράκι με μια κοφτερή λεπίδα που μετά δεν ήταν κοφτερή. Τώρα πια δεν μένει εκεί. Μετακόμισε. Εκεί επάνω. Στο πάγκο της κουζίνας . Μέσα σε μια θήκη με στυλό και μολύβια, δίπλα στο τηλέφωνο και σ’ένα κύβο με πολύχρωμα χαρτάκια. Χαρτοκόπτη, τον φωνάζουν όλοι τώρα και εκείνος είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος στο καινούργιο του σπίτι.
Once upon a time, in a cutlery tray there was a little knife with a sharp blade. As he grown up, his blade became sharper and sharper. The most sharp knife in the kitchen’s drawers. He could cut every. The wife was cutting the bread and it was her favorite knife while preparing the meals. And her husband, that knife was using for the maintenances in the house. That was the favorite knife of the boys too. They were sneaking in the kitchen, taking that knife from the drawer and going to their tree house to make stuffs.The Knife was cutting and cutting and everybody was saying “What a sharp knife !!!” and the knife was cutting more and more. But after a long time it was more difficult to cut, needed more effort to do his job, and had to try harder and harder. The other knives and spoons and forks in the drawer was telling him. “Your blade is ill. You have to rest it for a while” but the knife couldn’t let down the wife and the husband and the boys. They will be disappointed, he thought and he was trying harder and harder to cut. Till the day the blade couldn’t cut anything. Even the toast bread .I can’t cut anymore, he said to the house wife but she could hear him and forced him to the cut. And his husband when he took to fix some cords, he couldn’t here him too. I can’t not cut, the knife was telling him but the man was cutting and cutting.At the nights, in the kitchens drawer, he retreated in a corner at the cutlery tray and crying about his blade.I’m not a sharp knife anymore, he said. People won’t love me. I have nothing to offer and he started crying again.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

failytale... sort of...

Μια φορά και ένα καιρό, στον γαλαξία του ουράνιου τόξου υπήρχε ένα πολύχρωμο βασίλειο που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από ζαχαρωτά.. Η κόρη του βασιλιά είχε φτάσει σε ηλικία γάμου και ο βασιλιάς οργάνωσε ένα διαγωνισμό και κάλεσε όλους τους πρίγκιπες και βασιλιάδες να έρθουν να αγωνιστούν και να γνωρίσουν την πριγκίπισσα. Ο βασιλιάς ήθελε το καλύτερο για την κόρη του και για τους υπηκόους του γι’αυτο και οι δοκιμασίες που έπρεπε να περάσουν ήταν δύσκολες και απαιτητικές. Δέκα ημέρες θα κράταγαν οι δοκιμασίες,αλλά σιγά-σιγά κάποιοι εγκατέλειψαν τον αγώνα. Ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους όμως, από την αρχή ξεχώρισαν δυο. Ο ένας ήταν πριγκιπας από το διπλανο βασιλείο που είχε έρθει πάνω σ’ ένα κατάμαυρο άλογο. Ήταν δυνατός και με ευκολία περνούσε κάθε δοκιμασία. Ο άλλος ήταν πρίγκιπας σε ένα μακρινό βασίλειο που εκτός από ικανός ήταν και πολύ όμορφος. Είχε ίσως τα πιο όμορφα μάτια απ’ολους και η βασιλοπούλα αμέσως τα πρόσεξε.

Η μεγάλη ημέρα που η βασιλοπούλα θα διάλεγε τον πρίγκιπα έφτασε. Πλησίασε τους πρίγκιπες και βασιλιάδες που κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το τέλος και έδωσε το μεταξωτό μαντίλι της στον πρίγκιπα με τα όμορφα μάτια. Όλοι χειροκρότησαν χαρούμενοι και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να αρχίσουν οι προετοιμασίες για την γαμήλια τελετή. Μα πριν ξεκινησουν , θα γιορταζαν. ………

Όλοι ήταν χαρούμενοι, εκτός από τον πριγκιπα με το μαυρο αλογο, που μόλις ανακοίνωσε η βασιλοπούλα την απόφαση της ανέβηκε πανω σ’αυτο και έφυγε θυμωμένος . Ταξιδέψε μια μέρα και μια νύχτα ώσπου έφτασε σε ένα σκοτεινό δάσος που ήταν πάντα νύχτα. Εκεί ζούσε εξόριστος ένα μάγος. Του ζήτησε να τον βοηθήσει να εκδικηθεί τον βασιλιά που του είχε υποσχεθεί να πείσει την κόρη του να τον παντρευτεί αλλά αθέτησε το λογο του . Εκείνος, που στο παρελθον έιχε μαλωσει με το βασιλια, δεχτηκε και αμεσως κλειστικε στο εργαστήριο του. Μετα από λίγες ώρες βγαίνει έξω κρατώντας ένα μπουκάλι.

Έτοιμος, λέει και χτυπάει δυνατα τα χέρια του. Τοτε, ενας τεράστιος γύπας προσγειώνεται, ο μάγος, ανεβαίνει επάνω του και πετάει στα σύννεφα. Και αδειαζει το μαγικο φιλτρο μέσα αυτά. Την ίδια ώρα, στο βασίλειο, όλοι χορεύουν και τραγουδούν. Ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει και μαύρα σύννεφα εμφανίζονται. Κεραυνοί και αστραπές σκεπάζουν την μουσική και μια καταιγίδα ξεσπά.

Οι κάτοικοι, τρέχουν να προστατευτούν. Βρέχει για ώρες και όταν σταματά και οι κάτοικοι βγαίνουν έξω παγώνουν από το θέαμα που αντικρίζουν. Η βροχή έχει ξεβάψει ότι έχει αγγίξει. Τα σπίτια, τα δέντρα, τα λουλούδια, ο πολύχρωμος στολισμός, όλα είναι ασπρόμαυρα. Ο ένας κοιτά το άλλον με απορία. Αναρωτιούνται τι έγινε, γιατί έγινε, ποιος το έκανε αλλά κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Απόλυτη ησυχία.

Αλλά όχι για πολύ. Ένα περίεργο βουητό ακούγεται από μακριά και μοιάζει να πλησιάζει προς την πλατεία, εξω από το παλατι, όπου είναι όλοι μαζεμένοι. Η γη σείεται και ξαφνικά ένας τεράστιος γίγαντας εμφανίζεται . Τρομοκρατημένοι τρέχουν να ξεφύγουν. Και μέσα από τις κρυψώνες τους βλέπουν τον γίγαντα να ρουφάει ότι χρώμα γλύτωσε από την βροχή. Ακόμα και τα ρούχα που φοράνε γίνονται ασπρόμαυρα. Βλέπουν τα χρώματα να ξεκολλάνε από παντού και να σχηματίζουν ένα πολύχρωμο ποτάμι που χάνετε μέσα στο στόμα του γίγαντα. Τίποτα δεν έμεινε. Ίχνος χρώματος. Όλα άσπρα και μαύρα.

Ο βασιλιάς μαζεύει του συμβουλάτορες του στην αίθουσα του θρόνου. Όλοι μαζί προσπαθούν να καταλάβουν τι έγινε και τι πρέπει να κάνουν. Κουβεντιάζουν , συμφωνούν, διαφωνούν αλλά λύση δεν βρίσκουν. Ξαφνικά , ένα μαύρο πουλί μπαίνει μέσα από ένα ανοικτό παράθυρο, προσγειώνεται στο κέντρο της αίθουσας και μεταμορφώνεται στον πριγκιπα του διπλανού βασιλείου.

« Δεν κράτησες την υπόσχεση σου» είπε στον βασιλιά. Δώσε μου την κόρη σου και το βασίλειο σου και όλα θα γίνουν όπως πριν. «έχεις 7 ημέρες να σκεφτείς, μετά θα είναι αργά» του λέει και πριν ακούσει την απάντηση του, ξαναγίνετε πουλί και φεύγει.

Όλοι αμίλητοι κοιτούν τον βασιλιά.

Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα, στο παλάτι και σ’ολο το βασίλειο. Στα σπίτια, στους δρόμους, στις γειτονιές, όλοι κουβεντιάζουν και αναρωτιούνται τι θα κάνει ο βασιλιάς και η βασιλοπούλα. Άλλο λένε ότι πρέπει να δεχτεί άλλοι όχι. Παντού η ίδια συζήτηση.

«Το καθήκον μας είναι να φροντίζουμε τους υπηκόους μας. Σκέψου και πες μου τι θέλεις να κάνεις» λέει ο βασιλιάς φεύγοντας από το δωμάτιο της κόρης του.

«Πώς να πω ναι, και να ζήσω όλοι μου τη ζωή δίπλα σ’αυτόν τον άνθρωπο, σκέφτεται η βασιλοπούλα. Μα αν πω όχι, καταστρέφω την ζωή των υπηκόων μας. Γιατί να πρέπει να πάρω εγώ αυτήν την απόφαση ?

Ναι , όχι, ναι , όχι. Όλη μέρα αυτές τις λέξεις έχει στο μυαλό της. Το βράδυ, στριφογυρίζει στο κρεβάτι της ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Δεν έχει ύπνο. Σηκώνεται από το κρεβάτι , φοράει κάτι επάνω της και βγαίνει έξω στον κήπο. Χρειάζεται λίγο καθαρό αέρα. Περιπλανιέται για αρκετή ώρα και κατάκοπη πια , κάθετε να ξεκουραστεί κάτω από ένα τεράστιο δέντρο.

«Ψιτ, ψιτ», ακούει μία φωνή. Κοιτάζει γύρω της μα δεν βλέπει κανέναν.
«Ψιτ, Ψιτ», ακούει ξανά, « εδώ, μέσα στο δέντρο».
Κοιτάει το δέντρο και βλέπει μια μεγάλη σχισμή σαν είσοδο.
«Ποιος είναι ?», ρωτά.
«Έλα μέσα » της απαντά η φωνή. «Μην φοβάσαι. Θέλω να σε βοηθήσω.»

Φοβάται, δεν θέλει να μπει, αλλά η περιέργεια της είναι μεγαλύτερη από τον φόβο της. Μπαίνει μέσα λοιπόν, στον κορμό του δέντρου και βρίσκεται μέσα σε μία σπηλιά. Μια φωτιά είναι αναμμένη στο κέντρο της και ένα μικρό κορίτσι κάθετε κοντά της.

« Μαυρίλα εεε,?» της λέει το κορίτσι.
Θυμώνει η βασιλοπούλα και κάνει να φύγει.

«Στάσου» της λέει το κοριτσι. «Ένα αστείο έκανα. Για να γελάσουμε»

«Αν ήξερες τι μου συμβαίνει, θα καταλάβαινες ότι δεν ήταν και τόσο έξυπνο αστείο.»

«Ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει γι’αυτό και σε φώναξα. Να σε βοηθήσω.»

Η βασιλοπούλα στρέφει το βλέμμα της προς το μικρό κορίτσι που της χαμογελά. Τα μάτια της λάμπουν σαν δυο μικρές φωτιές και τα ρούχα της είναι πολύχρωμα. Μα πως, αναρωτιέται.

“εδώ δεν πιάνουν τα μάγια, της λέει το κορίτσι πριν καν προλάβει να την ρωτήσει.
Λοιπόν, όπως σου είπα έχω μια ιδέα. Βλέπεις αυτό το βιβλίο ?” Λέει και της το δίνει.
Η πριγκίπισσα το παίρνει στα χέρια της . Είναι ένα βιβλίο με σχέδια , σαν αυτά που παίζουν τα παιδία ζωγραφίζοντας.

-Σκέφτηκα, λέει το κορίτσι, ότι το βασίλειο μοιάζει σαν αυτό το βιβλίο. Ασπρόμαυρο. Ίσως αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι απλά να το χρωματίσουμε. Ξέρεις από ζωγραφική ?

Όχι πολλά πράγματα, απαντά εκείνη. Πάντα μου άρεσε, αλλά με όλα αυτά που έπρεπε να μάθω για να γίνω μία σωστή πριγκίπισσα, η ζωγραφική δεν χώραγε.

Ναι, σωστά, το ξέχασα. Αλλά νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας βοηθήσει. Αν δεχτεί φυσικά. Είναι λίγο δύσκολο να τον πείσουμε, είναι πολυάσχολος βλέπεις, αλλά δεν χάνουμε τίποτα να προσπαθήσουμε. Πάμε ?

Η πριγκίπισσα δεν είχε καταλάβει καλά τι της έλεγε το κορίτσι. Ποιος να είναι αυτός και πως μπορούσε να τους βοηθήσει αλλά μη έχοντας άλλο σχέδιο σκέφτηκε να δοκιμάσει.

Παμε , λέει στο κορίτσι.
Ωραία, Ακολούθησε με λοιπόν.
Βγαίνουν από την σπηλιά και μπαίνουν σένα διάδρομο που μοιάζει με λαβύρινθο. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν είσοδοι άλλων σπηλιών, σαν αυτή του κοριτσιού. Αφού περπατούν για λίγο , φτάνουν σε μία μεγάλη αίθουσα. Μοιάζει με σχολείο. Πολλά παιδιά , παίζουν ζωγραφίζουν, μιλούν γελούν.








( η συνάντηση με τον Ζωγράφο ……. Δεν το έχω τελειώσει )


Μόλις τον βλέπει η πριγκίπισσα , χωρίς να το πολυσκεφτεί, τρέχει προς το μέρος του.
Είμαι η κόρη του βασιλιά. Έχουμε σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να μας βοηθήσεις. Σε διατάζω να με βοηθήσεις.
Ο άνδρας βάζει τα γέλια. Δεν μπορείς να με διατάξεις. Εδώ δεν είναι το βασίλειο σου. Όχι , δεν μπορώ να σε βοηθήσω.

Θυμώνει η βασιλοπούλα, του γυρίζει την πλάτη και φεύγει τρέχοντας. Σκοντάφτει και πέφτει πάνω Σε ένα τραπέζι με χρώματα. Το φόρεμα της λερώνεται . Τα παιδιά γύρω της βάζουν τα γέλια. Εκείνη ντροπιασμένη σηκώνεται και βγαίνει έξω από την σπηλιά. Μπροστά της βλέπει πολλούς διαδρόμους . Δεν ξέρει πώς να φύγει. Βάζει τα κλάματα.

Το μικρό κορίτσι την έχει ακολουθήσει . «σου είπα να με περιμένεις. Γιατί ηρθες? Τα κατεστρεψες όλα. Μπορείς να φύγεις ?
Όχι, γνέφει η πριγκίπισσα.
Καλά, έχω μάθημα τώρα, περίμενε με να φύγουμε μαζί, της λέει και μπαίνει πάλι στην μεγάλη σπηλιά.

(……
η πριγκίπισσα ξαναπλησιάζει πάλι τον άνδρα, του ζητά συγνώμη αι του ζητά να την βοηθήσει. Εκείνος της λέει ότι πρέπει να περάσει κάποιες δοκιμασίες, για να μπορέσει να φτιάξει κάποια μαγικά χρώματα. Τα 7 χρώματα του ουράνιου τόξου. Καταφέρνει να περάσει της δοκιμασίες και με την βοήθεια των παιδιών βάφουν μέσα σε μία νύχτα όλο το βασίλειο. Με την βοήθεια ενός μαγικού πινέλου. Με αυτό το πινέλο ζωγραφίζουν μία σκάλα μέχρι τα σύννεφα και ρίχνουν ένα μαγικό φίλτρο που με την βροχή , θα πέσει επάνω στα μαγικά χρώματα και θα τα κάνει ορατά (η κάτι σαν αυτό). Ο κακός πρίγκιπας παρακολουθεί την πριγκίπισσα και ξέρει τι κάνει…….)






















































Και η ημέρα που η πριγκίπισσα πρέπει να δώσει την απάντηση της, έχει ξημερώσει
. Όλα είναι έτοιμα. Το μονό που περιμένουν είναι μία βροχή. Τα σύννεφα είναι στην θέση του. Θα ανέβουν λίγο πιο ψηλά και σταγόνες βροχής θα φέρουν τα χρώματα πίσω. Η ώρα περνά και η βροχή δεν έρχεται. Ο πρίγκιπας παρακολουθεί την πριγκίπισσα . Έχει αρχίσει να ανησυχεί. Την βλέπει να κοιτά συνέχεια προς το ουρανό και να βλέπει τα ακίνητα σύννεφα. Χαμογελά. Δεν θα κουνηθούν και δε θα βρέξει. Τα έχει δέσει, με την βοήθεια του κακού μάγου με αόρατα σκοινιά . Έχει ήδη νικήσει. Σε λίγο θα γίνει γυναίκα του.

Το ρολόι χτυπά 12 το μεσημέρι. Όλοι είναι μαζεμένοι στην εξέδρα και όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου κάτω από αυτή, περιμένουν τον βασιλιά και την πριγκίπισσα να δώσουν την απάντηση τους. Ο κακός πρίγκιπας, ντυμένος στα μαύρα, ανεβαίνει στην εξέδρα που κάθετε η βασιλική οικογένεια και ο μέλλοντας άνδρας της πριγκίπισσας.

Λοιπόν, στρέφετε προς εκείνη και την ρωτά . «τι αποφάσισες ?».
Εκείνη ρίχνει μια τελευταία ματιά στα σύννεφα, και καταλαβαίνει ότι μάταια περιμένει την βροχή.

«Νίκησες», του λέει. «Αν θέλεις να παντρευτείς μία γυναίκα που δεν σε αγαπάει τότε ναι , θα σε παντρευτώ. Γιατί είναι άδικο να τιμωρείς αυτούς τους ανθρώπους επειδή δεν μπόρεσες να με κερδίσεις. Η απάντηση που περιμένεις είναι ΝΑΙ, θα σε παντρευτώ».


Ο πρίγκιπας τότε , παίρνει ένα τόξο και βέλη στα χέρια του και σημαδεύει προς τα σύννεφα. Και τότε τα σύννεφα αρχίζουν να κινούνται και σταγόνες αρχίζουν να πέφτουν. Η βροχή δυναμώνει και όπου πέφτει χρώματα εμφανίζονται. Οι κάτοικοι ζητωκραυγάζουν , γελούν. Σωθήκαμε , φωνάζουν.
Ο κακός πρίγκιπας υποκλίνεται μπροστά στην πριγκίπισσα και της λέει . «Εσύ νίκησες». Και κατευθύνεται προς την σκάλα, για να φύγει.

Στάσου, του φωνάζει η πριγκίπισσα. Μείνε για την γιορτή. Δέκα λεπτά μόνο.
Εκείνος κοντοστέκεται. Εκείνη δίνει σήμα να ηχήσουν οι σάλπιγγες.
«η πριγκίπισσα θα ανακοινώσει την απόφασή της», λέει ο

Οι υπηκόοι σιωπούν. Η πριγκίπισσα πηγαίνει στο βάθρο και λέει με δυνατή φωνή.

Σήμερα περιμένετε από μένα να ανακοινώσω τη απόφαση μου. Ο άνδρας που θα παντρευτώ είναι αυτός. Και δείχνει τον πρίγκιπα που ηταν κακος αλλα τωρα δεν ειναι. «Ας αρχίσει η γιορτή»

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Το φαγητό στο πιάτο του έχει κρυώσει. Δεν το αγγιξε . Κρατουσε το πηρουνι στο χέρι του , μα το μυαλό του ταξίδευε πάνω σ’ενα καρουσέλ , που γύριζε αναπόδα.

Σαν σήμερα ένα χρόνο πριν, άνοιξε το φάκελο και διάβασε. «Ολα σου τα αγαπημένα χρώματα είναι μέσα στο σώμα μου τωρα, για να πάψω να είμαι διάφανη. Αραγε τώρα θα με αγαπάς ?»

Σαν σήμερα , δύο χρόνια πριν, έχασαν το παιδί τους. Δεν πρόλαβε να γεννηθεί. Ελειπε όταν έγινε το κακό, δεν μπόρεσε να είναι εκει. Κλείδωσαν το δωμάτιο που του είχαν ετοιμάσει και εκείνο το ξύλινο αλογάκι που δεν είχε προλάβει να ζωγραφίσει .

Την αγάπησε αυτήν την γυναίκα, ήταν η μούσα του, πάντα δίπλα του. Μα οταν έχασαν το παιδί και την τύλιξε η θλίψη, εκείνος ανήμπορος να την βοηθήσει κρύφτηκε στο εργαστήρι του και ζωγράφιζε ασταμάτητα. Στην αρχή το πρόσχημα ήταν αυτή η μεγάλη έκθεση . Λίγοι ζωγράφοι είχαν αυτή την ευκαιρία και αυτός διάσημος πια θα έστελνε τους πίνακες του σ’ολο τον κοσμό. Αργότερα βρήκε άλλους λόγους να μένει εκεί.

Σήμερα, σ’αυτο το όνειρο έχασε για δεύτερη φορά τα χρώματα. Πάνε έξι μήνες απ την πρώτη φορά. «Θα ξαναδώ ?» ρωτούσε τους γιατρούς , αλλά όλοι την ίδια απάντησει. Ισως ναι, ισως όχι. Τα μάτια του δεν είχαν κάποια βλάβη, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν σκιές χωρίς χρώματα και σχήματα.

Θύμωσε , θύμωσε πολύ και κλείστηκε ξανά στο εργαστήρι του, χωρίς να ζωγραφίζει αυτή την φορά. Τα παραθυρόφυλλα, σ’αύτο το κτίσμα, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας έμεναν κλειστά και η πόρτα δεν άνοιγε για κανένα.

Εξι μήνες είχε να δεί χρώματα και τα είδε σήμερα σ’αυτο το όνειρο, δύο χρόνια μετα, ένα χρόνο μετά, έξι μήνες μετά.

Γεννήθηκε μέσα σε χρώματα. Το εργαστήρι του τότε ήταν της γιαγιάς του. Ηρθε σ’αυτον το τόπο απο την Νάπολη. Ο παππούς του τήν έφερε και εκείνη του ζήτησε να της φτιάζει αυτο το μικρό σπιτάκι και να το βάψει στο χρώμα του πατρίκου της, εκεί μακριά στην Νάπολη. Και εκείνος το έκτισε , το έβαψε και της έφερε και εκείνο τον αργαλιο, για να υφαίνει. Ξένη ανάμεσα σε ξένους στην αρχή , μα τα υφαντά της την έκαναν γνωστή στην πόλη αυτή και ακόμα πίο μακριά. Πραγματική καλλιτεχνιδα και το μυστικό της τα χρώματα που έφτιαχνε μόνης και έβαφε τα νήματα.

Το μυστικό της μόνο εκείνος το ήξερε. Του το έμαθε όταν έγινε 15 . Μαζί πήγαιναν στην αγορά να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά μαζί πήγαιναν στο δάσος και στα λιβάδια να μαζεύψουν τα λουλούδια και τα φυτά ,και μετά κλειδωνόντουσαν στο πίσω δωμάτιο, έφτιαναν τα χρώματα και έβαφαν τα νήματα. Και αφού τελείωναν, πριν η γιαγία αρχισει να υφαίνει, τον πήγαινε στο καρουσελ , στην άλλη πλευρα της πόλης για να τον ευχαριστήσει του την βοήθησε. Την λάτρευε αυτή την βόλτα και τα ξύλινα χρωματιστά αλογάκια.

Και όταν άρχισε να ζωγραφίζει, κρυφά απο τους γονείς του που ήθελαν να τον κάνουν επιστήμονα, στο δάσος πήγαιναν μαζί με την γιαγιά. Και έκει στις οχθές της λίμνης , που μέσα της καθρεφτίζοταν όλα τα χρώματα του δάσους , έκει πειραματιζόταν με τα χρώματα.

Και αργότερα, σταμάτησε της σπουδές του, έγινε ζωγράφος, και γνώρησε εκείνη, και άρχισε να πουλά τους πινακές του, και έγινε διάσημος, και όλοι μίλαγαν γι’αυτον μεχρι που χάθηκε το μωρό και εκείνη ηπιε τα χρώματα του και όλα έγιναν ασπρόμαυρα. Και ύστερα ήρθε το ξύλινο άλογο και τον πήγε έκει που είχε χρώματα ξανά, έκει που έμαθε να παίζει μαζί τους, και τα συνάντησε ξανά εκεί στο ίδιο δάσος, στην ίδια λίμνη μέχρι που ήρθε αυτή η γυναίκα και τα πήρε πάλι πίσω.

Αργησές του είπε το Αλογό.
«Αργησα ? Γιατι άργησα ?» το ρώτησε.
Ναι άργησε, δεν είδε κι ας έβλεπε. Κλείστηκε στο εργαστήρι του για να μήν βλέπει. Δεν μπορούσε να δεί, δεν ήθελε να δεί.

Δεν θα προλάβουμε, του είπε το άλογο.
Ναι , δέν προλαβε. Ουτε τότε, ούτε τώρα, σ’ άυτο το όνειρο. Οι δύο γυναίκες, έκρυψαν τα χρώματα στο κορμί τους και έφυγαν. Και στεκόταν μόνος του στο γκρίζο δάσος, δίπλα σ’ένα άλογο δίχως χρώματα και δίχως φτερά. Αργησε, δεν πρόλαβε και δεν μπορούσε πια να άνεβει στο άλογο, να πεταξει μαζί του, να τρέξει πίσω απο την γυναίκα γίγαντα και να πάρει πίσω τα χρώματα του. Τι άλλο μπορούσε να κάνει?

Κτυπάει το κουδούνι. Η οικονόμος του, ανοίγει την πόρτα.
«θα βγώ έξω, να ετοιμάσετε το αυτοκίνητο»

«Στο Δάσος» λέει στον οδηγό του.

Το αυτοκίνητο σταματά. Διασχίζει το δάσος με τα πόδια και φτάνει στην λίμνη. Κλείνει να μάτια του , και γυρίζει πίσω στο όνειρο. Τα μικροσκοπικά χέρια έχουν ηδη μαζεύψει όλα τα χρώματα και το γιάλινο σώμα ετοιμάζεται να φύγει. Εκείνος βγαίνει απο τήν κρυψώνα του και της φωνάζει. «στάσου, θέλω να σου μιλήσω». Εκείνη γυρνά προς το μέρος του. «τι θέλεις ?», τον ρωτά. «Τα χρώματα ?»
Να σου μιλήσω , της λέει. Μόνο να σου μιλήσω. Και έκεινος της μιλά και εκείνη τον ακούει και ύστερα φεύγει ξανα.

Τοτέ εκείνος ανοίγει τα σακουλάκια που έχε πάρει μαζί του και αρχιζει να μαζεύει λουλούδια, φυτά, φρούτα. Γυρίζει πίσω στοσπίτι , τα αφήνει πάνω στο πάγκο στο πίσω δωμάτιο και αρχιζει να δουλεύει ασταμάτητα. Μετά απο λίγες ημέρες βγαίνει απο το εργαστήρι και κατευθύνεται προς το σπίτι. Ξεκλειδώνει το δωμάτιο, βρίσκει το ξύλινο αλογάκι, το παίρνει στο εργαστήρι του και αρχίζει να το ζωγραφίζει. Κεράσια, βατόμουρα, πορτοκάλια , γρασίδι, κρινάκια. Ετσι βλέπει τα χρώματα τώρα. Απο την μυρωδία τους. Και ζωγραφίζει το αλογάκι και μετά αρχίζει να ζωγραφίζει πάνω στο καμβά.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

«Ονειρο ήταν» , είπε με δυνατή φωνή στον εαυτό του αφου κάνεις άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο. Απλωσε το χέρι του και ψηλάφησε να πιάσει απο το κομοδίνο το ποτήρι με το νερό. Κάτι εσπρωξέ και το έριξε κάτω. Από το θόρυβό υπέθεσε οτι έσπασε το βάζο με τα λουλούδια. Τί μου τα έβαλε τα λουλούδια αφού δεν τα βλεπω είπε θυμωμένα . Μαλλον πρέπει να ψάξω για άλλη οικονόμο.

Είπε λίγο νερό, για να συνέλθει απο το όνειρο, αλλα ο ήχος του αέρα στα ξυλινα παραθυρόφυλλα τον γύρισε πίσω στο όνειρο, που μάταια, προσπαθουσε να ξεχάσει. Αυτόν τον ιδιο ήχο, σαν τρίξιμο, άκουσε και όταν γύρισε να δεί απο που έρχεται είδε ένα ξύλινο αλογάκι που κουνιότανε αμεριμνό πάνω στην βάση του. Ηταν υπέροχα σκαλισμένο και αν δεν ήταν βαμμένο μ’όλα αυτά τα χρώματα κάποιος θα πίστευε οτι ήταν αληθινό. Η ώχρα κυριαρχούσε πάνω στο ξύλο και έντονα κόκκινα, πράσινα, μπλέ σχέδια κάλυπταν το υπόλοιπο σώμα του. Ρουφαγε όλα αυτα τα χρώματα με τα μάτια του, του είχαν λείψει απο τότε που είχα χάσει την όρασή του , μέχρι που η φωνή του αλόγου τον διέκοψε.

«Αργησες» του είπε. «Ισως να μην προλάβουμε».
«Αργησα ? Γιατι άργησα, και τι είναι αυτό που δεν θα προλάβουμε ?» είπε στο Αλογο σαστισμένος. Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω τώρα του απάντησε και κατέβηκε απο την βάση του.

«Θα ανέβεις ?» τoν ρώτησε το Αλογο. Θα σου εξηγήσω στην διαδρόμή.
«Oχι δεν θα ανέβω πριν μου εξηγήσεις γιατί αργησα, τι δεν θα προλάβουμε και που θα πάμε» ήθελε να του πεί αλλα ανέβηκε χωρίς να πεί λέξη.

Κάθησες καλά ? Μην ξεχνάς να κρατάς τα γκέμια , έτσι για ασφάλεια. Αλλιώς το είχα προγράματίσει αλλά άργησες και θα χρειαστεί να κάνω καποιες αλλαγές.

Ξεκινάμε. Ετοιμος ?
«Ετοιμος» απαντά.

Το Αλογο κάλπαζε στο λιβάδι και εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει , να βρεί τις απάντήσεις που το άλογο δεν έδωσε. Αλλά μετά απο λίγο, περιτρυγιρισμένος αποόλα αυτα τα χρώματα, ξέχασε και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις και απλά κοιτούσε γύρω του. Ενα απέραντο λιβάδι με λουλούδια. Κοκκινα, κιτρινα, φουξια, πορτακαλιά, μενεξεδιά, γαλάζια, μωβ και πιο πέρα θάμνοι με μικρά φρουτά. Κοίταζε δεξιά του , κοίταζε αριστερά του, κοίταζε μπροστά και έριχνε και μια ματια πίσω να δεί για τελευταια φορά ότι ειχε ηδη δει πριν απομακρυθούν και δεν τα δει ξανα. Λουλούδια , φυτά, πουλια , ζώα, και αυτές οι υπεροχες πεταλούδες, όλα είχαν απίστευτα χρώματα. Χρώματα και που οι καλύτεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν να φτιαξούν στην παλέτα του και να βάλουν στο καμβά τους. Το ήξερε αυτό γιατι ήταν ζωγράφος, απο τους καλύτερους. Μέχρι που έχασε την όραση του.

Το Αλογο σταμάτησε δίπλα στο ποτάμι, ηπιε λίγο νερό και τον ρώτησε. «Είσαι καλά?»
Ναι , του απάντησε.
Θα ακολουθήσουμε το ποτάμι και θα πάμε στο δάσος. Και ξαφνικά δύο τεράστια φτερά ανοίγουν και το άλογο απογειωνεται.
Πετάμε, σκέφτέται δυνατά.
Ναι, έχουμε αργήσει.

Το ποτάμι, σαν γαλάζια πινελιά πάνω στο καταπράσινο λιβάδι στα δύο, σχηματίζει ενα διάδρομος που χάνεται στο δάσος.
Φτάσαμε λέει το Αλογο και προσγειώνονται. Μπαίνουν μέσα στο δάσος και περιπλανιονται . Είναι φθινόπωρο και παντού κυριαρχούν ζεστα πορτοκαλια, κοκκινα καφέ χρώματα . Βλέπει , μυρίζει , ακουεί το άνεμο να μιλά με τις φυλλωσιές των δέντρων μέχρι που μπροστά του βλέπει ένα χιονισμένο δέντρο, και μετα ένα άλλο. Κάνει κρύο, είναι χειμώνας, τα παντα είναι χιονισμένα.


- Που είμαστε? ρωτάει το άλογο. Τί δάσος είναι αυτό ?
-«Μαγικό», του απαντά και συνεχίζει να καλπάζει μέσα στον Χειμώνα, στην Ανοιξή στο Καλοκαιρι, και φτάνουν ξανά στο φθινόπωρο.Εβλεπε το χρόνο να τρέχει και οι εποχές να γυρίζουν γύρω- γύρω, σαν τα ξύλινα άλογα του καρουσέλ που σαν παιδί λάτρευε να βλέπει. Ακολουθουν ξανά το ποτάμι μέχρι που φτάνουν σ’ενα τεράστιο ξέφωτο. Του κόβεται η ανάσα με το θέαμα που αντικρίζει. Το δάσος , σαν κυκλικό τειχος και στο κέντρο μία λίμνη, ένας τεράστιος καθρέπτης που μέσα του βλέπει χιλιαδες χρώματα. Το Δάσος , όλα τα χρώματα του δάσους αντανακλόνται στα νερά της λίμνης, σαν να έχει βουτήξει ένα ουράνιο τόξο μέσα σ’αυτη.

Δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια του και κλαίει με λυγμούς. Στρέφει το βλέμμα του προς το Αλογο, θέλει κάτι να του πεί μα δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Κλαίει, κλαίει όλο του το κορμί, τρέμει και νιώθει να τρέμει και η γή κάτω απο τα πόδια του. Μέσα του άνεμοι φυσούν δυνατα , τους νιώθει και στο πρόσωπό του.

Ξαφνικά το Αλογο τον αρπάζει και τρέχουν μέσα στο δάσος. Πρέπει να κρυφτούμε , ακούει να του λέει. Η γη σείεται και οι άνεμοι φυσούν θυμωμένοι. Κρύβονται πίσω απο κάτι δεντρα και θάμνους και το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα εκεί που ακούγετε ένας δυνατος θόρυβός που μοιάζει με βήματα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει, ο ήλιος χάνεται, και μία γυναίκα γίγαντας εμφανίζεται. Το προσωπό της του είναι γνώριμο αλλα δεν θυμάται απο που και το σώμα της σαν ένα τεράστιο γιάλινο μπουκάλι . Εκπνεει και χιλιάδες μικροσκοπικά χέρια βγαίνουν απο τα ρουθούνια τις και μαζευουν τα χρώματα απο τα λουλουδια , τα φρουτα, τα φύλλα των δεντρων , τα πουλια , τα ζώα και ύστερα εισπνέει και τα χέρια επιστρέφουν και ρίχνουν οτι μαζεψαν μέσα στο σώμα-μπουκάλι . Και μετά εκπνεύει ξανα και εισπνεύει, και εκπνεει και εισπνέει, μέχρι που τα χέρια έχουν αρπάξει όλα τα χρώματα.

Γιατί, γιατί, γιατί ψιθυρίζει. Ολα γύρω του είναι ασπρόμαυρα τώρα εκτός απο το μπουκάλι που μέσα απο το διάφανο γιαλί μπορουσε να δεί χρωματιστά κομματάκι που μοιάζουν με φυλλα δεντρων, πτερά πεταλούδων, γρασίδι, πέταλα λουλουδιών, φρούτα. Η γυναίκα –γίγαντας και τα χρώματα απομακρύνονται και χάνονται απο τα μάτια του. Εκείνος γυρνά προς την πλευρά του αλόγου και τον ρωτά «Τι κάνουμε τώρα? Κάτι πρέπει να κάνουμε!». Μα αντί για το Αλόγο που ταξίδεψαν μαζί , τώρα βλέπει ένα άχρωμο ξύλινο αλογάκι να κουνιέται αμέριμνο πάνω στη βάση του.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

ονειρο

«Ονειρο ήταν» , είπε με δυνατή φωνή για να το ακούσει ο ίδιος αφου κάνεις άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο του. Απλωσε το χέρι του και ψηλάφησε να πιάσει απο το κομοδίνο το ποτήρι με το νερό. Κάτι εσπρωξέ και το έριξε κάτω. Από το θόρυβό υπέθεσε οτι έσπασε το βάζο με λουλούδια. Τί μου τα έβαλε τα λουλούδια αφού δεν τα βλεπω είπε θυμωμένα . Μαλλον πρέπει να ψαξώ για άλλη οικονόμο.

Είπιε λίγο νερό για να συνέλθει απο το όνειρο αλλα ο ήχος του αέρα στα ξυλινα εξώφυλλα τον γύρισε πίσω στο όνειρο που μάταια προσπαθουσε να ξεχάσει. Αυτόν το ήχο σαν τρίξιμο άκουσε και όταν γύρισε να δεί απο που έρχεται είδε ένα ξύλινο αλογάκι. Κουνιότανε αμέριμνο πάνω στην βάση του. Ητάν υπέροχα σκαλισμένο και αν δεν ήταν βαμένο μ’όλα αυτά τα χρώματα κάποιος θα πίστευε οτι ήταν αληθινό. Η ώχρα κυριαρχούσε πάνω στο ξύλο και έντονα κόκκινα, πράσινα, μπλέ σχέδια κάλυπταν το υπόλοιπο σώμα του. Ρουφαγε όλα αυτα τα χρώματα με τα μάτια του, του είχαν λείψει απο τότε που είχα χάσει την όρασή του , μέχρι που η φωνή του αλόγου τον διέκοψε. «Αργησες» του είπε. «Ισως να μην προλάβουμε».
«Αργησα ? Γιατι άργησα, και τι είναι αυτό που δεν θα προλάβουμε ?» είπε στο Αλογο σαστισμένος. Δεν ‘εχω χρόνο να σου εξηγήσω τώρα του απάντησε και κατέβηκε απο την βάση του. «Θα ανέβεις ?» τoν ρώτησε το Αλογο. Θα σου εξηγήσω στην διαδρόμή.
«Oχι δεν θα ανέβω πριν μου εξηγήσεις γιατι αργησα, τι δεν θα προλάβουμε και που πάμε» ήθελε να του πεί αλλα ανέβηκε χωρίς να πεί λέξη.
Κάθησες καλά ? Μην ξεχνάς να κρατάς τα γκέμια , έτσι για ασφάλεια. Αλλίως το είχα προγραμματίσει αλλά άργησες και θα χρειαστεί να κάνω καποιες αλλαγές. Ξεκινάμε. Ετοιμος ?

«Ετοιμος» απαντά.

Το Αλογο αρχίζει να καλπάζει στο λιβάδι και εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει , να βρεί τις απάντήσεις που το άλογο δεν έδωσε. Αλλά μετά απο λίγο, μέσα σ΄όλα αυτα τα χρώματα, ξέχασε και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις και απλά κοιτούσε γύρω του. Ενα απέραντο λιβάδι με λουλούδια σ’ολα τα χρώματα, πιο πέρα θάμνοι με μικρά φρουτά. Καποια απο αυτα τα ήξερε, κάποια άλλα ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπε. Κοίταζε δεξιά του , κοίταζε αριστερά του, κοίταζε μπροστά και έριχνε και μια ματια πίσω να δεί για τελευταια φορά ότι ειχε δει πριν απομακρυθούν και δεν τα ξαναδει. Λουλούδια , φυτά, πουλια , ζώα, και αυτές οι υπεροχες πεταλούδες, όλα είχαν απίστευτα χρώματα. Χρώματα και που οι καλύτεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν να φτιαξούν στην παλέτα του και βάλουν στο καμβά τους. Το ήξερε αυτό γιατι ήταν ζωγράφος, απο τους καλύτερους. Μέχρι που έχασε την όραση του.

Το Αλογο σταμάτησε δίπλα στο ποτάμι, ηπιε λίγο νερό και τον ρώτησε. «Είσαι καλά?»
Ναι , του απάντησε.
Θα ακολουθήσουμε το ποτάμι και θα πάμε στο δάσος. Και ξαφνικά δύο τεράστια φτερά εμφανίζονται και το άλογο απογειωνεται.

Πετάμε, σκέφτέται δυνατά.
Ναι, έχουμε αργήσει.

Ακολουθουν την καταγάλανη γραμμή που κόβει το καταπράσινο λιβάδι στα δύο, μεχρι που ο μπλε διάδρομος χάνεται μέσα στο δάσος.
Φτάσαμε λέει το Αλογο και προσγειώνονται. Μπαίνουν μέσα στο δάσος και περιπλανιονται . Είναι φθινόπωρο και παντού κυριαρχούν ζεστα πορτοκαλια, κοκκινα καφέ χρώματα . Βλέπει , μυρίζει , ακουεί το άνεμο να μιλά με τις φυλλωσιές των δέντρων μέχρι που μπροστά του βλέπει ένα χιονισμένο δέντρο, και μετα ένα άλλο. Κάνει κρύο, είναι χειμώνας, τα παντα είναι χιονισμένα.


- Πολυ είμαστε? ρωτάει το άλογο. Τί δάσος είναι αυτό ?
-«Μαγικό», του απαντά και συνεχίζει να καλπάζει μέσα στον Χειμώνα, στην Ανοιξή στο Καλοκαιρι, και φτάνουν ξανά στο φθινόπωρο.Εβλεπε το χρόνο να τρέχει και οι εποχές να γυρίζουν γύρω- γύρω, σαν τα ξύλινα άλογα του καρουσέλ που σαν παιδί λάτρευε να βλέπει. Ακολουθουν ξανά το ποτάμι μέχρι που φτάνουν σ’ενα τεράστιο ξέφωτο. Του κόβεται η ανάσα με το θέαμα που αντικριζεί. Το δάσος , σαν κυκλικό τειχος και στο κέντρο μία λίμνη, ένας τεράστιος καθρέπτης που μέσα του βλέπει χιλιαδες χρώματα. Το Δάσος , όλα τα χρώματα του δάσους αντανακλόνται στα νερά της λίμνης, σαν να έχει βουτίξει ένα ουράνιο τόξο μέσα σ’αυτη.
Δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια του και κλαίει με λυγμούς. Στρέφει το βλέμμα του προς το Αλογο, θέλει κάτι να του πεί μα δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Κλαίει, κλαίει όλο του το κορμί, τρέμει και νιώθει να τρέμει και η γή κάτω απο τα πόδια του. Μέσα του άνεμοί φυσούν δυνατα , τους νιώθει και στο πρόσωπό του.
Το Αλογο τον αρπάζει και τρέχουν μέσα στο δάσος. Πρέπει να κρυφτούμε , ακούει να του λέεί. Η γη σίετε και οι άνεμοι είναι θυμωμένοι. Κρύβονται πίσω απο κάτι δεντρα και θάμνους και το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα εκεί που ακούγετε ένας δυνατος θόρυβός που μοιάζει με βήματα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει, ο ήλιος χάνεται, και μία γυναίκα γίγαντας εμφανίζεται. Το προσωπό της του είναι γνώριμο αλλα δεν θυμάται απο που και το σώμα της ένα τεράστιο γιάλινο μπουκάλι . Εκπνεύει και χιλίάδες μικροσκοπικά χέρια βγαίνουν απο τα ρουθούνια τις και μαζευουν τα χρώματα απο τα λουλουδια , τα φρουτα, τα φύλλα των δεντρων , τα πουλια , τα ζώα και ύστερα εισπνέει και τα χέρια επιστρέφουν και ρίχνουν οτι μαζεψαν μέσα στο σώμα-μπουκάλι . Και μετά εκπνεύει ξανα και εισπνεύει, μέχρι που τα χέρια έχουν αρπάξει όλα τα χρώματα.

Ολα γύρω του είναι ασπρόμαυρα τώρα εκτός απο το μπουκάλι που μέσα απο το διάφανο γιαλί μπορουσε να δεί χρωματιστά κομματάκι που μοιάζουν με φυλλα δεντρων, πτερά πεταλούδων, γρασίδι, πέταλα λουλουδιών, φρούτα. Η γυναίκα –γίγαντας τότε φεύγει. Εκείνος γυρνά προς την πλευρά του αλόγου και τον ρωτά «τώρα τι κάνουμε ?». Μα αντί για το Αλόγο που ταξίδεψε μαζί , τώρα βλέπει ένα άβαθο ξύλινο αλογάκι να κουνιέται πάνω στη βάση του.