Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

failytale... sort of...

Μια φορά και ένα καιρό, στον γαλαξία του ουράνιου τόξου υπήρχε ένα πολύχρωμο βασίλειο που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από ζαχαρωτά.. Η κόρη του βασιλιά είχε φτάσει σε ηλικία γάμου και ο βασιλιάς οργάνωσε ένα διαγωνισμό και κάλεσε όλους τους πρίγκιπες και βασιλιάδες να έρθουν να αγωνιστούν και να γνωρίσουν την πριγκίπισσα. Ο βασιλιάς ήθελε το καλύτερο για την κόρη του και για τους υπηκόους του γι’αυτο και οι δοκιμασίες που έπρεπε να περάσουν ήταν δύσκολες και απαιτητικές. Δέκα ημέρες θα κράταγαν οι δοκιμασίες,αλλά σιγά-σιγά κάποιοι εγκατέλειψαν τον αγώνα. Ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους όμως, από την αρχή ξεχώρισαν δυο. Ο ένας ήταν πριγκιπας από το διπλανο βασιλείο που είχε έρθει πάνω σ’ ένα κατάμαυρο άλογο. Ήταν δυνατός και με ευκολία περνούσε κάθε δοκιμασία. Ο άλλος ήταν πρίγκιπας σε ένα μακρινό βασίλειο που εκτός από ικανός ήταν και πολύ όμορφος. Είχε ίσως τα πιο όμορφα μάτια απ’ολους και η βασιλοπούλα αμέσως τα πρόσεξε.

Η μεγάλη ημέρα που η βασιλοπούλα θα διάλεγε τον πρίγκιπα έφτασε. Πλησίασε τους πρίγκιπες και βασιλιάδες που κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το τέλος και έδωσε το μεταξωτό μαντίλι της στον πρίγκιπα με τα όμορφα μάτια. Όλοι χειροκρότησαν χαρούμενοι και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να αρχίσουν οι προετοιμασίες για την γαμήλια τελετή. Μα πριν ξεκινησουν , θα γιορταζαν. ………

Όλοι ήταν χαρούμενοι, εκτός από τον πριγκιπα με το μαυρο αλογο, που μόλις ανακοίνωσε η βασιλοπούλα την απόφαση της ανέβηκε πανω σ’αυτο και έφυγε θυμωμένος . Ταξιδέψε μια μέρα και μια νύχτα ώσπου έφτασε σε ένα σκοτεινό δάσος που ήταν πάντα νύχτα. Εκεί ζούσε εξόριστος ένα μάγος. Του ζήτησε να τον βοηθήσει να εκδικηθεί τον βασιλιά που του είχε υποσχεθεί να πείσει την κόρη του να τον παντρευτεί αλλά αθέτησε το λογο του . Εκείνος, που στο παρελθον έιχε μαλωσει με το βασιλια, δεχτηκε και αμεσως κλειστικε στο εργαστήριο του. Μετα από λίγες ώρες βγαίνει έξω κρατώντας ένα μπουκάλι.

Έτοιμος, λέει και χτυπάει δυνατα τα χέρια του. Τοτε, ενας τεράστιος γύπας προσγειώνεται, ο μάγος, ανεβαίνει επάνω του και πετάει στα σύννεφα. Και αδειαζει το μαγικο φιλτρο μέσα αυτά. Την ίδια ώρα, στο βασίλειο, όλοι χορεύουν και τραγουδούν. Ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει και μαύρα σύννεφα εμφανίζονται. Κεραυνοί και αστραπές σκεπάζουν την μουσική και μια καταιγίδα ξεσπά.

Οι κάτοικοι, τρέχουν να προστατευτούν. Βρέχει για ώρες και όταν σταματά και οι κάτοικοι βγαίνουν έξω παγώνουν από το θέαμα που αντικρίζουν. Η βροχή έχει ξεβάψει ότι έχει αγγίξει. Τα σπίτια, τα δέντρα, τα λουλούδια, ο πολύχρωμος στολισμός, όλα είναι ασπρόμαυρα. Ο ένας κοιτά το άλλον με απορία. Αναρωτιούνται τι έγινε, γιατί έγινε, ποιος το έκανε αλλά κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Απόλυτη ησυχία.

Αλλά όχι για πολύ. Ένα περίεργο βουητό ακούγεται από μακριά και μοιάζει να πλησιάζει προς την πλατεία, εξω από το παλατι, όπου είναι όλοι μαζεμένοι. Η γη σείεται και ξαφνικά ένας τεράστιος γίγαντας εμφανίζεται . Τρομοκρατημένοι τρέχουν να ξεφύγουν. Και μέσα από τις κρυψώνες τους βλέπουν τον γίγαντα να ρουφάει ότι χρώμα γλύτωσε από την βροχή. Ακόμα και τα ρούχα που φοράνε γίνονται ασπρόμαυρα. Βλέπουν τα χρώματα να ξεκολλάνε από παντού και να σχηματίζουν ένα πολύχρωμο ποτάμι που χάνετε μέσα στο στόμα του γίγαντα. Τίποτα δεν έμεινε. Ίχνος χρώματος. Όλα άσπρα και μαύρα.

Ο βασιλιάς μαζεύει του συμβουλάτορες του στην αίθουσα του θρόνου. Όλοι μαζί προσπαθούν να καταλάβουν τι έγινε και τι πρέπει να κάνουν. Κουβεντιάζουν , συμφωνούν, διαφωνούν αλλά λύση δεν βρίσκουν. Ξαφνικά , ένα μαύρο πουλί μπαίνει μέσα από ένα ανοικτό παράθυρο, προσγειώνεται στο κέντρο της αίθουσας και μεταμορφώνεται στον πριγκιπα του διπλανού βασιλείου.

« Δεν κράτησες την υπόσχεση σου» είπε στον βασιλιά. Δώσε μου την κόρη σου και το βασίλειο σου και όλα θα γίνουν όπως πριν. «έχεις 7 ημέρες να σκεφτείς, μετά θα είναι αργά» του λέει και πριν ακούσει την απάντηση του, ξαναγίνετε πουλί και φεύγει.

Όλοι αμίλητοι κοιτούν τον βασιλιά.

Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα, στο παλάτι και σ’ολο το βασίλειο. Στα σπίτια, στους δρόμους, στις γειτονιές, όλοι κουβεντιάζουν και αναρωτιούνται τι θα κάνει ο βασιλιάς και η βασιλοπούλα. Άλλο λένε ότι πρέπει να δεχτεί άλλοι όχι. Παντού η ίδια συζήτηση.

«Το καθήκον μας είναι να φροντίζουμε τους υπηκόους μας. Σκέψου και πες μου τι θέλεις να κάνεις» λέει ο βασιλιάς φεύγοντας από το δωμάτιο της κόρης του.

«Πώς να πω ναι, και να ζήσω όλοι μου τη ζωή δίπλα σ’αυτόν τον άνθρωπο, σκέφτεται η βασιλοπούλα. Μα αν πω όχι, καταστρέφω την ζωή των υπηκόων μας. Γιατί να πρέπει να πάρω εγώ αυτήν την απόφαση ?

Ναι , όχι, ναι , όχι. Όλη μέρα αυτές τις λέξεις έχει στο μυαλό της. Το βράδυ, στριφογυρίζει στο κρεβάτι της ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Δεν έχει ύπνο. Σηκώνεται από το κρεβάτι , φοράει κάτι επάνω της και βγαίνει έξω στον κήπο. Χρειάζεται λίγο καθαρό αέρα. Περιπλανιέται για αρκετή ώρα και κατάκοπη πια , κάθετε να ξεκουραστεί κάτω από ένα τεράστιο δέντρο.

«Ψιτ, ψιτ», ακούει μία φωνή. Κοιτάζει γύρω της μα δεν βλέπει κανέναν.
«Ψιτ, Ψιτ», ακούει ξανά, « εδώ, μέσα στο δέντρο».
Κοιτάει το δέντρο και βλέπει μια μεγάλη σχισμή σαν είσοδο.
«Ποιος είναι ?», ρωτά.
«Έλα μέσα » της απαντά η φωνή. «Μην φοβάσαι. Θέλω να σε βοηθήσω.»

Φοβάται, δεν θέλει να μπει, αλλά η περιέργεια της είναι μεγαλύτερη από τον φόβο της. Μπαίνει μέσα λοιπόν, στον κορμό του δέντρου και βρίσκεται μέσα σε μία σπηλιά. Μια φωτιά είναι αναμμένη στο κέντρο της και ένα μικρό κορίτσι κάθετε κοντά της.

« Μαυρίλα εεε,?» της λέει το κορίτσι.
Θυμώνει η βασιλοπούλα και κάνει να φύγει.

«Στάσου» της λέει το κοριτσι. «Ένα αστείο έκανα. Για να γελάσουμε»

«Αν ήξερες τι μου συμβαίνει, θα καταλάβαινες ότι δεν ήταν και τόσο έξυπνο αστείο.»

«Ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει γι’αυτό και σε φώναξα. Να σε βοηθήσω.»

Η βασιλοπούλα στρέφει το βλέμμα της προς το μικρό κορίτσι που της χαμογελά. Τα μάτια της λάμπουν σαν δυο μικρές φωτιές και τα ρούχα της είναι πολύχρωμα. Μα πως, αναρωτιέται.

“εδώ δεν πιάνουν τα μάγια, της λέει το κορίτσι πριν καν προλάβει να την ρωτήσει.
Λοιπόν, όπως σου είπα έχω μια ιδέα. Βλέπεις αυτό το βιβλίο ?” Λέει και της το δίνει.
Η πριγκίπισσα το παίρνει στα χέρια της . Είναι ένα βιβλίο με σχέδια , σαν αυτά που παίζουν τα παιδία ζωγραφίζοντας.

-Σκέφτηκα, λέει το κορίτσι, ότι το βασίλειο μοιάζει σαν αυτό το βιβλίο. Ασπρόμαυρο. Ίσως αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι απλά να το χρωματίσουμε. Ξέρεις από ζωγραφική ?

Όχι πολλά πράγματα, απαντά εκείνη. Πάντα μου άρεσε, αλλά με όλα αυτά που έπρεπε να μάθω για να γίνω μία σωστή πριγκίπισσα, η ζωγραφική δεν χώραγε.

Ναι, σωστά, το ξέχασα. Αλλά νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας βοηθήσει. Αν δεχτεί φυσικά. Είναι λίγο δύσκολο να τον πείσουμε, είναι πολυάσχολος βλέπεις, αλλά δεν χάνουμε τίποτα να προσπαθήσουμε. Πάμε ?

Η πριγκίπισσα δεν είχε καταλάβει καλά τι της έλεγε το κορίτσι. Ποιος να είναι αυτός και πως μπορούσε να τους βοηθήσει αλλά μη έχοντας άλλο σχέδιο σκέφτηκε να δοκιμάσει.

Παμε , λέει στο κορίτσι.
Ωραία, Ακολούθησε με λοιπόν.
Βγαίνουν από την σπηλιά και μπαίνουν σένα διάδρομο που μοιάζει με λαβύρινθο. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν είσοδοι άλλων σπηλιών, σαν αυτή του κοριτσιού. Αφού περπατούν για λίγο , φτάνουν σε μία μεγάλη αίθουσα. Μοιάζει με σχολείο. Πολλά παιδιά , παίζουν ζωγραφίζουν, μιλούν γελούν.








( η συνάντηση με τον Ζωγράφο ……. Δεν το έχω τελειώσει )


Μόλις τον βλέπει η πριγκίπισσα , χωρίς να το πολυσκεφτεί, τρέχει προς το μέρος του.
Είμαι η κόρη του βασιλιά. Έχουμε σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να μας βοηθήσεις. Σε διατάζω να με βοηθήσεις.
Ο άνδρας βάζει τα γέλια. Δεν μπορείς να με διατάξεις. Εδώ δεν είναι το βασίλειο σου. Όχι , δεν μπορώ να σε βοηθήσω.

Θυμώνει η βασιλοπούλα, του γυρίζει την πλάτη και φεύγει τρέχοντας. Σκοντάφτει και πέφτει πάνω Σε ένα τραπέζι με χρώματα. Το φόρεμα της λερώνεται . Τα παιδιά γύρω της βάζουν τα γέλια. Εκείνη ντροπιασμένη σηκώνεται και βγαίνει έξω από την σπηλιά. Μπροστά της βλέπει πολλούς διαδρόμους . Δεν ξέρει πώς να φύγει. Βάζει τα κλάματα.

Το μικρό κορίτσι την έχει ακολουθήσει . «σου είπα να με περιμένεις. Γιατί ηρθες? Τα κατεστρεψες όλα. Μπορείς να φύγεις ?
Όχι, γνέφει η πριγκίπισσα.
Καλά, έχω μάθημα τώρα, περίμενε με να φύγουμε μαζί, της λέει και μπαίνει πάλι στην μεγάλη σπηλιά.

(……
η πριγκίπισσα ξαναπλησιάζει πάλι τον άνδρα, του ζητά συγνώμη αι του ζητά να την βοηθήσει. Εκείνος της λέει ότι πρέπει να περάσει κάποιες δοκιμασίες, για να μπορέσει να φτιάξει κάποια μαγικά χρώματα. Τα 7 χρώματα του ουράνιου τόξου. Καταφέρνει να περάσει της δοκιμασίες και με την βοήθεια των παιδιών βάφουν μέσα σε μία νύχτα όλο το βασίλειο. Με την βοήθεια ενός μαγικού πινέλου. Με αυτό το πινέλο ζωγραφίζουν μία σκάλα μέχρι τα σύννεφα και ρίχνουν ένα μαγικό φίλτρο που με την βροχή , θα πέσει επάνω στα μαγικά χρώματα και θα τα κάνει ορατά (η κάτι σαν αυτό). Ο κακός πρίγκιπας παρακολουθεί την πριγκίπισσα και ξέρει τι κάνει…….)






















































Και η ημέρα που η πριγκίπισσα πρέπει να δώσει την απάντηση της, έχει ξημερώσει
. Όλα είναι έτοιμα. Το μονό που περιμένουν είναι μία βροχή. Τα σύννεφα είναι στην θέση του. Θα ανέβουν λίγο πιο ψηλά και σταγόνες βροχής θα φέρουν τα χρώματα πίσω. Η ώρα περνά και η βροχή δεν έρχεται. Ο πρίγκιπας παρακολουθεί την πριγκίπισσα . Έχει αρχίσει να ανησυχεί. Την βλέπει να κοιτά συνέχεια προς το ουρανό και να βλέπει τα ακίνητα σύννεφα. Χαμογελά. Δεν θα κουνηθούν και δε θα βρέξει. Τα έχει δέσει, με την βοήθεια του κακού μάγου με αόρατα σκοινιά . Έχει ήδη νικήσει. Σε λίγο θα γίνει γυναίκα του.

Το ρολόι χτυπά 12 το μεσημέρι. Όλοι είναι μαζεμένοι στην εξέδρα και όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου κάτω από αυτή, περιμένουν τον βασιλιά και την πριγκίπισσα να δώσουν την απάντηση τους. Ο κακός πρίγκιπας, ντυμένος στα μαύρα, ανεβαίνει στην εξέδρα που κάθετε η βασιλική οικογένεια και ο μέλλοντας άνδρας της πριγκίπισσας.

Λοιπόν, στρέφετε προς εκείνη και την ρωτά . «τι αποφάσισες ?».
Εκείνη ρίχνει μια τελευταία ματιά στα σύννεφα, και καταλαβαίνει ότι μάταια περιμένει την βροχή.

«Νίκησες», του λέει. «Αν θέλεις να παντρευτείς μία γυναίκα που δεν σε αγαπάει τότε ναι , θα σε παντρευτώ. Γιατί είναι άδικο να τιμωρείς αυτούς τους ανθρώπους επειδή δεν μπόρεσες να με κερδίσεις. Η απάντηση που περιμένεις είναι ΝΑΙ, θα σε παντρευτώ».


Ο πρίγκιπας τότε , παίρνει ένα τόξο και βέλη στα χέρια του και σημαδεύει προς τα σύννεφα. Και τότε τα σύννεφα αρχίζουν να κινούνται και σταγόνες αρχίζουν να πέφτουν. Η βροχή δυναμώνει και όπου πέφτει χρώματα εμφανίζονται. Οι κάτοικοι ζητωκραυγάζουν , γελούν. Σωθήκαμε , φωνάζουν.
Ο κακός πρίγκιπας υποκλίνεται μπροστά στην πριγκίπισσα και της λέει . «Εσύ νίκησες». Και κατευθύνεται προς την σκάλα, για να φύγει.

Στάσου, του φωνάζει η πριγκίπισσα. Μείνε για την γιορτή. Δέκα λεπτά μόνο.
Εκείνος κοντοστέκεται. Εκείνη δίνει σήμα να ηχήσουν οι σάλπιγγες.
«η πριγκίπισσα θα ανακοινώσει την απόφασή της», λέει ο

Οι υπηκόοι σιωπούν. Η πριγκίπισσα πηγαίνει στο βάθρο και λέει με δυνατή φωνή.

Σήμερα περιμένετε από μένα να ανακοινώσω τη απόφαση μου. Ο άνδρας που θα παντρευτώ είναι αυτός. Και δείχνει τον πρίγκιπα που ηταν κακος αλλα τωρα δεν ειναι. «Ας αρχίσει η γιορτή»

Δεν υπάρχουν σχόλια: