Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Το φαγητό στο πιάτο του έχει κρυώσει. Δεν το αγγιξε . Κρατουσε το πηρουνι στο χέρι του , μα το μυαλό του ταξίδευε πάνω σ’ενα καρουσέλ , που γύριζε αναπόδα.

Σαν σήμερα ένα χρόνο πριν, άνοιξε το φάκελο και διάβασε. «Ολα σου τα αγαπημένα χρώματα είναι μέσα στο σώμα μου τωρα, για να πάψω να είμαι διάφανη. Αραγε τώρα θα με αγαπάς ?»

Σαν σήμερα , δύο χρόνια πριν, έχασαν το παιδί τους. Δεν πρόλαβε να γεννηθεί. Ελειπε όταν έγινε το κακό, δεν μπόρεσε να είναι εκει. Κλείδωσαν το δωμάτιο που του είχαν ετοιμάσει και εκείνο το ξύλινο αλογάκι που δεν είχε προλάβει να ζωγραφίσει .

Την αγάπησε αυτήν την γυναίκα, ήταν η μούσα του, πάντα δίπλα του. Μα οταν έχασαν το παιδί και την τύλιξε η θλίψη, εκείνος ανήμπορος να την βοηθήσει κρύφτηκε στο εργαστήρι του και ζωγράφιζε ασταμάτητα. Στην αρχή το πρόσχημα ήταν αυτή η μεγάλη έκθεση . Λίγοι ζωγράφοι είχαν αυτή την ευκαιρία και αυτός διάσημος πια θα έστελνε τους πίνακες του σ’ολο τον κοσμό. Αργότερα βρήκε άλλους λόγους να μένει εκεί.

Σήμερα, σ’αυτο το όνειρο έχασε για δεύτερη φορά τα χρώματα. Πάνε έξι μήνες απ την πρώτη φορά. «Θα ξαναδώ ?» ρωτούσε τους γιατρούς , αλλά όλοι την ίδια απάντησει. Ισως ναι, ισως όχι. Τα μάτια του δεν είχαν κάποια βλάβη, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν σκιές χωρίς χρώματα και σχήματα.

Θύμωσε , θύμωσε πολύ και κλείστηκε ξανά στο εργαστήρι του, χωρίς να ζωγραφίζει αυτή την φορά. Τα παραθυρόφυλλα, σ’αύτο το κτίσμα, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας έμεναν κλειστά και η πόρτα δεν άνοιγε για κανένα.

Εξι μήνες είχε να δεί χρώματα και τα είδε σήμερα σ’αυτο το όνειρο, δύο χρόνια μετα, ένα χρόνο μετά, έξι μήνες μετά.

Γεννήθηκε μέσα σε χρώματα. Το εργαστήρι του τότε ήταν της γιαγιάς του. Ηρθε σ’αυτον το τόπο απο την Νάπολη. Ο παππούς του τήν έφερε και εκείνη του ζήτησε να της φτιάζει αυτο το μικρό σπιτάκι και να το βάψει στο χρώμα του πατρίκου της, εκεί μακριά στην Νάπολη. Και εκείνος το έκτισε , το έβαψε και της έφερε και εκείνο τον αργαλιο, για να υφαίνει. Ξένη ανάμεσα σε ξένους στην αρχή , μα τα υφαντά της την έκαναν γνωστή στην πόλη αυτή και ακόμα πίο μακριά. Πραγματική καλλιτεχνιδα και το μυστικό της τα χρώματα που έφτιαχνε μόνης και έβαφε τα νήματα.

Το μυστικό της μόνο εκείνος το ήξερε. Του το έμαθε όταν έγινε 15 . Μαζί πήγαιναν στην αγορά να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά μαζί πήγαιναν στο δάσος και στα λιβάδια να μαζεύψουν τα λουλούδια και τα φυτά ,και μετά κλειδωνόντουσαν στο πίσω δωμάτιο, έφτιαναν τα χρώματα και έβαφαν τα νήματα. Και αφού τελείωναν, πριν η γιαγία αρχισει να υφαίνει, τον πήγαινε στο καρουσελ , στην άλλη πλευρα της πόλης για να τον ευχαριστήσει του την βοήθησε. Την λάτρευε αυτή την βόλτα και τα ξύλινα χρωματιστά αλογάκια.

Και όταν άρχισε να ζωγραφίζει, κρυφά απο τους γονείς του που ήθελαν να τον κάνουν επιστήμονα, στο δάσος πήγαιναν μαζί με την γιαγιά. Και έκει στις οχθές της λίμνης , που μέσα της καθρεφτίζοταν όλα τα χρώματα του δάσους , έκει πειραματιζόταν με τα χρώματα.

Και αργότερα, σταμάτησε της σπουδές του, έγινε ζωγράφος, και γνώρησε εκείνη, και άρχισε να πουλά τους πινακές του, και έγινε διάσημος, και όλοι μίλαγαν γι’αυτον μεχρι που χάθηκε το μωρό και εκείνη ηπιε τα χρώματα του και όλα έγιναν ασπρόμαυρα. Και ύστερα ήρθε το ξύλινο άλογο και τον πήγε έκει που είχε χρώματα ξανά, έκει που έμαθε να παίζει μαζί τους, και τα συνάντησε ξανά εκεί στο ίδιο δάσος, στην ίδια λίμνη μέχρι που ήρθε αυτή η γυναίκα και τα πήρε πάλι πίσω.

Αργησές του είπε το Αλογό.
«Αργησα ? Γιατι άργησα ?» το ρώτησε.
Ναι άργησε, δεν είδε κι ας έβλεπε. Κλείστηκε στο εργαστήρι του για να μήν βλέπει. Δεν μπορούσε να δεί, δεν ήθελε να δεί.

Δεν θα προλάβουμε, του είπε το άλογο.
Ναι , δέν προλαβε. Ουτε τότε, ούτε τώρα, σ’ άυτο το όνειρο. Οι δύο γυναίκες, έκρυψαν τα χρώματα στο κορμί τους και έφυγαν. Και στεκόταν μόνος του στο γκρίζο δάσος, δίπλα σ’ένα άλογο δίχως χρώματα και δίχως φτερά. Αργησε, δεν πρόλαβε και δεν μπορούσε πια να άνεβει στο άλογο, να πεταξει μαζί του, να τρέξει πίσω απο την γυναίκα γίγαντα και να πάρει πίσω τα χρώματα του. Τι άλλο μπορούσε να κάνει?

Κτυπάει το κουδούνι. Η οικονόμος του, ανοίγει την πόρτα.
«θα βγώ έξω, να ετοιμάσετε το αυτοκίνητο»

«Στο Δάσος» λέει στον οδηγό του.

Το αυτοκίνητο σταματά. Διασχίζει το δάσος με τα πόδια και φτάνει στην λίμνη. Κλείνει να μάτια του , και γυρίζει πίσω στο όνειρο. Τα μικροσκοπικά χέρια έχουν ηδη μαζεύψει όλα τα χρώματα και το γιάλινο σώμα ετοιμάζεται να φύγει. Εκείνος βγαίνει απο τήν κρυψώνα του και της φωνάζει. «στάσου, θέλω να σου μιλήσω». Εκείνη γυρνά προς το μέρος του. «τι θέλεις ?», τον ρωτά. «Τα χρώματα ?»
Να σου μιλήσω , της λέει. Μόνο να σου μιλήσω. Και έκεινος της μιλά και εκείνη τον ακούει και ύστερα φεύγει ξανα.

Τοτέ εκείνος ανοίγει τα σακουλάκια που έχε πάρει μαζί του και αρχιζει να μαζεύει λουλούδια, φυτά, φρούτα. Γυρίζει πίσω στοσπίτι , τα αφήνει πάνω στο πάγκο στο πίσω δωμάτιο και αρχιζει να δουλεύει ασταμάτητα. Μετά απο λίγες ημέρες βγαίνει απο το εργαστήρι και κατευθύνεται προς το σπίτι. Ξεκλειδώνει το δωμάτιο, βρίσκει το ξύλινο αλογάκι, το παίρνει στο εργαστήρι του και αρχίζει να το ζωγραφίζει. Κεράσια, βατόμουρα, πορτοκάλια , γρασίδι, κρινάκια. Ετσι βλέπει τα χρώματα τώρα. Απο την μυρωδία τους. Και ζωγραφίζει το αλογάκι και μετά αρχίζει να ζωγραφίζει πάνω στο καμβά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: