Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

«Ονειρο ήταν» , είπε με δυνατή φωνή στον εαυτό του αφου κάνεις άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο. Απλωσε το χέρι του και ψηλάφησε να πιάσει απο το κομοδίνο το ποτήρι με το νερό. Κάτι εσπρωξέ και το έριξε κάτω. Από το θόρυβό υπέθεσε οτι έσπασε το βάζο με τα λουλούδια. Τί μου τα έβαλε τα λουλούδια αφού δεν τα βλεπω είπε θυμωμένα . Μαλλον πρέπει να ψάξω για άλλη οικονόμο.

Είπε λίγο νερό, για να συνέλθει απο το όνειρο, αλλα ο ήχος του αέρα στα ξυλινα παραθυρόφυλλα τον γύρισε πίσω στο όνειρο, που μάταια, προσπαθουσε να ξεχάσει. Αυτόν τον ιδιο ήχο, σαν τρίξιμο, άκουσε και όταν γύρισε να δεί απο που έρχεται είδε ένα ξύλινο αλογάκι που κουνιότανε αμεριμνό πάνω στην βάση του. Ηταν υπέροχα σκαλισμένο και αν δεν ήταν βαμμένο μ’όλα αυτά τα χρώματα κάποιος θα πίστευε οτι ήταν αληθινό. Η ώχρα κυριαρχούσε πάνω στο ξύλο και έντονα κόκκινα, πράσινα, μπλέ σχέδια κάλυπταν το υπόλοιπο σώμα του. Ρουφαγε όλα αυτα τα χρώματα με τα μάτια του, του είχαν λείψει απο τότε που είχα χάσει την όρασή του , μέχρι που η φωνή του αλόγου τον διέκοψε.

«Αργησες» του είπε. «Ισως να μην προλάβουμε».
«Αργησα ? Γιατι άργησα, και τι είναι αυτό που δεν θα προλάβουμε ?» είπε στο Αλογο σαστισμένος. Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω τώρα του απάντησε και κατέβηκε απο την βάση του.

«Θα ανέβεις ?» τoν ρώτησε το Αλογο. Θα σου εξηγήσω στην διαδρόμή.
«Oχι δεν θα ανέβω πριν μου εξηγήσεις γιατί αργησα, τι δεν θα προλάβουμε και που θα πάμε» ήθελε να του πεί αλλα ανέβηκε χωρίς να πεί λέξη.

Κάθησες καλά ? Μην ξεχνάς να κρατάς τα γκέμια , έτσι για ασφάλεια. Αλλιώς το είχα προγράματίσει αλλά άργησες και θα χρειαστεί να κάνω καποιες αλλαγές.

Ξεκινάμε. Ετοιμος ?
«Ετοιμος» απαντά.

Το Αλογο κάλπαζε στο λιβάδι και εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει , να βρεί τις απάντήσεις που το άλογο δεν έδωσε. Αλλά μετά απο λίγο, περιτρυγιρισμένος αποόλα αυτα τα χρώματα, ξέχασε και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις και απλά κοιτούσε γύρω του. Ενα απέραντο λιβάδι με λουλούδια. Κοκκινα, κιτρινα, φουξια, πορτακαλιά, μενεξεδιά, γαλάζια, μωβ και πιο πέρα θάμνοι με μικρά φρουτά. Κοίταζε δεξιά του , κοίταζε αριστερά του, κοίταζε μπροστά και έριχνε και μια ματια πίσω να δεί για τελευταια φορά ότι ειχε ηδη δει πριν απομακρυθούν και δεν τα δει ξανα. Λουλούδια , φυτά, πουλια , ζώα, και αυτές οι υπεροχες πεταλούδες, όλα είχαν απίστευτα χρώματα. Χρώματα και που οι καλύτεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν να φτιαξούν στην παλέτα του και να βάλουν στο καμβά τους. Το ήξερε αυτό γιατι ήταν ζωγράφος, απο τους καλύτερους. Μέχρι που έχασε την όραση του.

Το Αλογο σταμάτησε δίπλα στο ποτάμι, ηπιε λίγο νερό και τον ρώτησε. «Είσαι καλά?»
Ναι , του απάντησε.
Θα ακολουθήσουμε το ποτάμι και θα πάμε στο δάσος. Και ξαφνικά δύο τεράστια φτερά ανοίγουν και το άλογο απογειωνεται.
Πετάμε, σκέφτέται δυνατά.
Ναι, έχουμε αργήσει.

Το ποτάμι, σαν γαλάζια πινελιά πάνω στο καταπράσινο λιβάδι στα δύο, σχηματίζει ενα διάδρομος που χάνεται στο δάσος.
Φτάσαμε λέει το Αλογο και προσγειώνονται. Μπαίνουν μέσα στο δάσος και περιπλανιονται . Είναι φθινόπωρο και παντού κυριαρχούν ζεστα πορτοκαλια, κοκκινα καφέ χρώματα . Βλέπει , μυρίζει , ακουεί το άνεμο να μιλά με τις φυλλωσιές των δέντρων μέχρι που μπροστά του βλέπει ένα χιονισμένο δέντρο, και μετα ένα άλλο. Κάνει κρύο, είναι χειμώνας, τα παντα είναι χιονισμένα.


- Που είμαστε? ρωτάει το άλογο. Τί δάσος είναι αυτό ?
-«Μαγικό», του απαντά και συνεχίζει να καλπάζει μέσα στον Χειμώνα, στην Ανοιξή στο Καλοκαιρι, και φτάνουν ξανά στο φθινόπωρο.Εβλεπε το χρόνο να τρέχει και οι εποχές να γυρίζουν γύρω- γύρω, σαν τα ξύλινα άλογα του καρουσέλ που σαν παιδί λάτρευε να βλέπει. Ακολουθουν ξανά το ποτάμι μέχρι που φτάνουν σ’ενα τεράστιο ξέφωτο. Του κόβεται η ανάσα με το θέαμα που αντικρίζει. Το δάσος , σαν κυκλικό τειχος και στο κέντρο μία λίμνη, ένας τεράστιος καθρέπτης που μέσα του βλέπει χιλιαδες χρώματα. Το Δάσος , όλα τα χρώματα του δάσους αντανακλόνται στα νερά της λίμνης, σαν να έχει βουτήξει ένα ουράνιο τόξο μέσα σ’αυτη.

Δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια του και κλαίει με λυγμούς. Στρέφει το βλέμμα του προς το Αλογο, θέλει κάτι να του πεί μα δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Κλαίει, κλαίει όλο του το κορμί, τρέμει και νιώθει να τρέμει και η γή κάτω απο τα πόδια του. Μέσα του άνεμοι φυσούν δυνατα , τους νιώθει και στο πρόσωπό του.

Ξαφνικά το Αλογο τον αρπάζει και τρέχουν μέσα στο δάσος. Πρέπει να κρυφτούμε , ακούει να του λέει. Η γη σείεται και οι άνεμοι φυσούν θυμωμένοι. Κρύβονται πίσω απο κάτι δεντρα και θάμνους και το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα εκεί που ακούγετε ένας δυνατος θόρυβός που μοιάζει με βήματα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει, ο ήλιος χάνεται, και μία γυναίκα γίγαντας εμφανίζεται. Το προσωπό της του είναι γνώριμο αλλα δεν θυμάται απο που και το σώμα της σαν ένα τεράστιο γιάλινο μπουκάλι . Εκπνεει και χιλιάδες μικροσκοπικά χέρια βγαίνουν απο τα ρουθούνια τις και μαζευουν τα χρώματα απο τα λουλουδια , τα φρουτα, τα φύλλα των δεντρων , τα πουλια , τα ζώα και ύστερα εισπνέει και τα χέρια επιστρέφουν και ρίχνουν οτι μαζεψαν μέσα στο σώμα-μπουκάλι . Και μετά εκπνεύει ξανα και εισπνεύει, και εκπνεει και εισπνέει, μέχρι που τα χέρια έχουν αρπάξει όλα τα χρώματα.

Γιατί, γιατί, γιατί ψιθυρίζει. Ολα γύρω του είναι ασπρόμαυρα τώρα εκτός απο το μπουκάλι που μέσα απο το διάφανο γιαλί μπορουσε να δεί χρωματιστά κομματάκι που μοιάζουν με φυλλα δεντρων, πτερά πεταλούδων, γρασίδι, πέταλα λουλουδιών, φρούτα. Η γυναίκα –γίγαντας και τα χρώματα απομακρύνονται και χάνονται απο τα μάτια του. Εκείνος γυρνά προς την πλευρά του αλόγου και τον ρωτά «Τι κάνουμε τώρα? Κάτι πρέπει να κάνουμε!». Μα αντί για το Αλόγο που ταξίδεψαν μαζί , τώρα βλέπει ένα άχρωμο ξύλινο αλογάκι να κουνιέται αμέριμνο πάνω στη βάση του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: