Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

ονειρο

«Ονειρο ήταν» , είπε με δυνατή φωνή για να το ακούσει ο ίδιος αφου κάνεις άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο του. Απλωσε το χέρι του και ψηλάφησε να πιάσει απο το κομοδίνο το ποτήρι με το νερό. Κάτι εσπρωξέ και το έριξε κάτω. Από το θόρυβό υπέθεσε οτι έσπασε το βάζο με λουλούδια. Τί μου τα έβαλε τα λουλούδια αφού δεν τα βλεπω είπε θυμωμένα . Μαλλον πρέπει να ψαξώ για άλλη οικονόμο.

Είπιε λίγο νερό για να συνέλθει απο το όνειρο αλλα ο ήχος του αέρα στα ξυλινα εξώφυλλα τον γύρισε πίσω στο όνειρο που μάταια προσπαθουσε να ξεχάσει. Αυτόν το ήχο σαν τρίξιμο άκουσε και όταν γύρισε να δεί απο που έρχεται είδε ένα ξύλινο αλογάκι. Κουνιότανε αμέριμνο πάνω στην βάση του. Ητάν υπέροχα σκαλισμένο και αν δεν ήταν βαμένο μ’όλα αυτά τα χρώματα κάποιος θα πίστευε οτι ήταν αληθινό. Η ώχρα κυριαρχούσε πάνω στο ξύλο και έντονα κόκκινα, πράσινα, μπλέ σχέδια κάλυπταν το υπόλοιπο σώμα του. Ρουφαγε όλα αυτα τα χρώματα με τα μάτια του, του είχαν λείψει απο τότε που είχα χάσει την όρασή του , μέχρι που η φωνή του αλόγου τον διέκοψε. «Αργησες» του είπε. «Ισως να μην προλάβουμε».
«Αργησα ? Γιατι άργησα, και τι είναι αυτό που δεν θα προλάβουμε ?» είπε στο Αλογο σαστισμένος. Δεν ‘εχω χρόνο να σου εξηγήσω τώρα του απάντησε και κατέβηκε απο την βάση του. «Θα ανέβεις ?» τoν ρώτησε το Αλογο. Θα σου εξηγήσω στην διαδρόμή.
«Oχι δεν θα ανέβω πριν μου εξηγήσεις γιατι αργησα, τι δεν θα προλάβουμε και που πάμε» ήθελε να του πεί αλλα ανέβηκε χωρίς να πεί λέξη.
Κάθησες καλά ? Μην ξεχνάς να κρατάς τα γκέμια , έτσι για ασφάλεια. Αλλίως το είχα προγραμματίσει αλλά άργησες και θα χρειαστεί να κάνω καποιες αλλαγές. Ξεκινάμε. Ετοιμος ?

«Ετοιμος» απαντά.

Το Αλογο αρχίζει να καλπάζει στο λιβάδι και εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει , να βρεί τις απάντήσεις που το άλογο δεν έδωσε. Αλλά μετά απο λίγο, μέσα σ΄όλα αυτα τα χρώματα, ξέχασε και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις και απλά κοιτούσε γύρω του. Ενα απέραντο λιβάδι με λουλούδια σ’ολα τα χρώματα, πιο πέρα θάμνοι με μικρά φρουτά. Καποια απο αυτα τα ήξερε, κάποια άλλα ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπε. Κοίταζε δεξιά του , κοίταζε αριστερά του, κοίταζε μπροστά και έριχνε και μια ματια πίσω να δεί για τελευταια φορά ότι ειχε δει πριν απομακρυθούν και δεν τα ξαναδει. Λουλούδια , φυτά, πουλια , ζώα, και αυτές οι υπεροχες πεταλούδες, όλα είχαν απίστευτα χρώματα. Χρώματα και που οι καλύτεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν να φτιαξούν στην παλέτα του και βάλουν στο καμβά τους. Το ήξερε αυτό γιατι ήταν ζωγράφος, απο τους καλύτερους. Μέχρι που έχασε την όραση του.

Το Αλογο σταμάτησε δίπλα στο ποτάμι, ηπιε λίγο νερό και τον ρώτησε. «Είσαι καλά?»
Ναι , του απάντησε.
Θα ακολουθήσουμε το ποτάμι και θα πάμε στο δάσος. Και ξαφνικά δύο τεράστια φτερά εμφανίζονται και το άλογο απογειωνεται.

Πετάμε, σκέφτέται δυνατά.
Ναι, έχουμε αργήσει.

Ακολουθουν την καταγάλανη γραμμή που κόβει το καταπράσινο λιβάδι στα δύο, μεχρι που ο μπλε διάδρομος χάνεται μέσα στο δάσος.
Φτάσαμε λέει το Αλογο και προσγειώνονται. Μπαίνουν μέσα στο δάσος και περιπλανιονται . Είναι φθινόπωρο και παντού κυριαρχούν ζεστα πορτοκαλια, κοκκινα καφέ χρώματα . Βλέπει , μυρίζει , ακουεί το άνεμο να μιλά με τις φυλλωσιές των δέντρων μέχρι που μπροστά του βλέπει ένα χιονισμένο δέντρο, και μετα ένα άλλο. Κάνει κρύο, είναι χειμώνας, τα παντα είναι χιονισμένα.


- Πολυ είμαστε? ρωτάει το άλογο. Τί δάσος είναι αυτό ?
-«Μαγικό», του απαντά και συνεχίζει να καλπάζει μέσα στον Χειμώνα, στην Ανοιξή στο Καλοκαιρι, και φτάνουν ξανά στο φθινόπωρο.Εβλεπε το χρόνο να τρέχει και οι εποχές να γυρίζουν γύρω- γύρω, σαν τα ξύλινα άλογα του καρουσέλ που σαν παιδί λάτρευε να βλέπει. Ακολουθουν ξανά το ποτάμι μέχρι που φτάνουν σ’ενα τεράστιο ξέφωτο. Του κόβεται η ανάσα με το θέαμα που αντικριζεί. Το δάσος , σαν κυκλικό τειχος και στο κέντρο μία λίμνη, ένας τεράστιος καθρέπτης που μέσα του βλέπει χιλιαδες χρώματα. Το Δάσος , όλα τα χρώματα του δάσους αντανακλόνται στα νερά της λίμνης, σαν να έχει βουτίξει ένα ουράνιο τόξο μέσα σ’αυτη.
Δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια του και κλαίει με λυγμούς. Στρέφει το βλέμμα του προς το Αλογο, θέλει κάτι να του πεί μα δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Κλαίει, κλαίει όλο του το κορμί, τρέμει και νιώθει να τρέμει και η γή κάτω απο τα πόδια του. Μέσα του άνεμοί φυσούν δυνατα , τους νιώθει και στο πρόσωπό του.
Το Αλογο τον αρπάζει και τρέχουν μέσα στο δάσος. Πρέπει να κρυφτούμε , ακούει να του λέεί. Η γη σίετε και οι άνεμοι είναι θυμωμένοι. Κρύβονται πίσω απο κάτι δεντρα και θάμνους και το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα εκεί που ακούγετε ένας δυνατος θόρυβός που μοιάζει με βήματα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει, ο ήλιος χάνεται, και μία γυναίκα γίγαντας εμφανίζεται. Το προσωπό της του είναι γνώριμο αλλα δεν θυμάται απο που και το σώμα της ένα τεράστιο γιάλινο μπουκάλι . Εκπνεύει και χιλίάδες μικροσκοπικά χέρια βγαίνουν απο τα ρουθούνια τις και μαζευουν τα χρώματα απο τα λουλουδια , τα φρουτα, τα φύλλα των δεντρων , τα πουλια , τα ζώα και ύστερα εισπνέει και τα χέρια επιστρέφουν και ρίχνουν οτι μαζεψαν μέσα στο σώμα-μπουκάλι . Και μετά εκπνεύει ξανα και εισπνεύει, μέχρι που τα χέρια έχουν αρπάξει όλα τα χρώματα.

Ολα γύρω του είναι ασπρόμαυρα τώρα εκτός απο το μπουκάλι που μέσα απο το διάφανο γιαλί μπορουσε να δεί χρωματιστά κομματάκι που μοιάζουν με φυλλα δεντρων, πτερά πεταλούδων, γρασίδι, πέταλα λουλουδιών, φρούτα. Η γυναίκα –γίγαντας τότε φεύγει. Εκείνος γυρνά προς την πλευρά του αλόγου και τον ρωτά «τώρα τι κάνουμε ?». Μα αντί για το Αλόγο που ταξίδεψε μαζί , τώρα βλέπει ένα άβαθο ξύλινο αλογάκι να κουνιέται πάνω στη βάση του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: