Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Το φαγητό στο πιάτο του έχει κρυώσει. Δεν το αγγιξε . Κρατουσε το πηρουνι στο χέρι του , μα το μυαλό του ταξίδευε πάνω σ’ενα καρουσέλ , που γύριζε αναπόδα.

Σαν σήμερα ένα χρόνο πριν, άνοιξε το φάκελο και διάβασε. «Ολα σου τα αγαπημένα χρώματα είναι μέσα στο σώμα μου τωρα, για να πάψω να είμαι διάφανη. Αραγε τώρα θα με αγαπάς ?»

Σαν σήμερα , δύο χρόνια πριν, έχασαν το παιδί τους. Δεν πρόλαβε να γεννηθεί. Ελειπε όταν έγινε το κακό, δεν μπόρεσε να είναι εκει. Κλείδωσαν το δωμάτιο που του είχαν ετοιμάσει και εκείνο το ξύλινο αλογάκι που δεν είχε προλάβει να ζωγραφίσει .

Την αγάπησε αυτήν την γυναίκα, ήταν η μούσα του, πάντα δίπλα του. Μα οταν έχασαν το παιδί και την τύλιξε η θλίψη, εκείνος ανήμπορος να την βοηθήσει κρύφτηκε στο εργαστήρι του και ζωγράφιζε ασταμάτητα. Στην αρχή το πρόσχημα ήταν αυτή η μεγάλη έκθεση . Λίγοι ζωγράφοι είχαν αυτή την ευκαιρία και αυτός διάσημος πια θα έστελνε τους πίνακες του σ’ολο τον κοσμό. Αργότερα βρήκε άλλους λόγους να μένει εκεί.

Σήμερα, σ’αυτο το όνειρο έχασε για δεύτερη φορά τα χρώματα. Πάνε έξι μήνες απ την πρώτη φορά. «Θα ξαναδώ ?» ρωτούσε τους γιατρούς , αλλά όλοι την ίδια απάντησει. Ισως ναι, ισως όχι. Τα μάτια του δεν είχαν κάποια βλάβη, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν σκιές χωρίς χρώματα και σχήματα.

Θύμωσε , θύμωσε πολύ και κλείστηκε ξανά στο εργαστήρι του, χωρίς να ζωγραφίζει αυτή την φορά. Τα παραθυρόφυλλα, σ’αύτο το κτίσμα, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας έμεναν κλειστά και η πόρτα δεν άνοιγε για κανένα.

Εξι μήνες είχε να δεί χρώματα και τα είδε σήμερα σ’αυτο το όνειρο, δύο χρόνια μετα, ένα χρόνο μετά, έξι μήνες μετά.

Γεννήθηκε μέσα σε χρώματα. Το εργαστήρι του τότε ήταν της γιαγιάς του. Ηρθε σ’αυτον το τόπο απο την Νάπολη. Ο παππούς του τήν έφερε και εκείνη του ζήτησε να της φτιάζει αυτο το μικρό σπιτάκι και να το βάψει στο χρώμα του πατρίκου της, εκεί μακριά στην Νάπολη. Και εκείνος το έκτισε , το έβαψε και της έφερε και εκείνο τον αργαλιο, για να υφαίνει. Ξένη ανάμεσα σε ξένους στην αρχή , μα τα υφαντά της την έκαναν γνωστή στην πόλη αυτή και ακόμα πίο μακριά. Πραγματική καλλιτεχνιδα και το μυστικό της τα χρώματα που έφτιαχνε μόνης και έβαφε τα νήματα.

Το μυστικό της μόνο εκείνος το ήξερε. Του το έμαθε όταν έγινε 15 . Μαζί πήγαιναν στην αγορά να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά μαζί πήγαιναν στο δάσος και στα λιβάδια να μαζεύψουν τα λουλούδια και τα φυτά ,και μετά κλειδωνόντουσαν στο πίσω δωμάτιο, έφτιαναν τα χρώματα και έβαφαν τα νήματα. Και αφού τελείωναν, πριν η γιαγία αρχισει να υφαίνει, τον πήγαινε στο καρουσελ , στην άλλη πλευρα της πόλης για να τον ευχαριστήσει του την βοήθησε. Την λάτρευε αυτή την βόλτα και τα ξύλινα χρωματιστά αλογάκια.

Και όταν άρχισε να ζωγραφίζει, κρυφά απο τους γονείς του που ήθελαν να τον κάνουν επιστήμονα, στο δάσος πήγαιναν μαζί με την γιαγιά. Και έκει στις οχθές της λίμνης , που μέσα της καθρεφτίζοταν όλα τα χρώματα του δάσους , έκει πειραματιζόταν με τα χρώματα.

Και αργότερα, σταμάτησε της σπουδές του, έγινε ζωγράφος, και γνώρησε εκείνη, και άρχισε να πουλά τους πινακές του, και έγινε διάσημος, και όλοι μίλαγαν γι’αυτον μεχρι που χάθηκε το μωρό και εκείνη ηπιε τα χρώματα του και όλα έγιναν ασπρόμαυρα. Και ύστερα ήρθε το ξύλινο άλογο και τον πήγε έκει που είχε χρώματα ξανά, έκει που έμαθε να παίζει μαζί τους, και τα συνάντησε ξανά εκεί στο ίδιο δάσος, στην ίδια λίμνη μέχρι που ήρθε αυτή η γυναίκα και τα πήρε πάλι πίσω.

Αργησές του είπε το Αλογό.
«Αργησα ? Γιατι άργησα ?» το ρώτησε.
Ναι άργησε, δεν είδε κι ας έβλεπε. Κλείστηκε στο εργαστήρι του για να μήν βλέπει. Δεν μπορούσε να δεί, δεν ήθελε να δεί.

Δεν θα προλάβουμε, του είπε το άλογο.
Ναι , δέν προλαβε. Ουτε τότε, ούτε τώρα, σ’ άυτο το όνειρο. Οι δύο γυναίκες, έκρυψαν τα χρώματα στο κορμί τους και έφυγαν. Και στεκόταν μόνος του στο γκρίζο δάσος, δίπλα σ’ένα άλογο δίχως χρώματα και δίχως φτερά. Αργησε, δεν πρόλαβε και δεν μπορούσε πια να άνεβει στο άλογο, να πεταξει μαζί του, να τρέξει πίσω απο την γυναίκα γίγαντα και να πάρει πίσω τα χρώματα του. Τι άλλο μπορούσε να κάνει?

Κτυπάει το κουδούνι. Η οικονόμος του, ανοίγει την πόρτα.
«θα βγώ έξω, να ετοιμάσετε το αυτοκίνητο»

«Στο Δάσος» λέει στον οδηγό του.

Το αυτοκίνητο σταματά. Διασχίζει το δάσος με τα πόδια και φτάνει στην λίμνη. Κλείνει να μάτια του , και γυρίζει πίσω στο όνειρο. Τα μικροσκοπικά χέρια έχουν ηδη μαζεύψει όλα τα χρώματα και το γιάλινο σώμα ετοιμάζεται να φύγει. Εκείνος βγαίνει απο τήν κρυψώνα του και της φωνάζει. «στάσου, θέλω να σου μιλήσω». Εκείνη γυρνά προς το μέρος του. «τι θέλεις ?», τον ρωτά. «Τα χρώματα ?»
Να σου μιλήσω , της λέει. Μόνο να σου μιλήσω. Και έκεινος της μιλά και εκείνη τον ακούει και ύστερα φεύγει ξανα.

Τοτέ εκείνος ανοίγει τα σακουλάκια που έχε πάρει μαζί του και αρχιζει να μαζεύει λουλούδια, φυτά, φρούτα. Γυρίζει πίσω στοσπίτι , τα αφήνει πάνω στο πάγκο στο πίσω δωμάτιο και αρχιζει να δουλεύει ασταμάτητα. Μετά απο λίγες ημέρες βγαίνει απο το εργαστήρι και κατευθύνεται προς το σπίτι. Ξεκλειδώνει το δωμάτιο, βρίσκει το ξύλινο αλογάκι, το παίρνει στο εργαστήρι του και αρχίζει να το ζωγραφίζει. Κεράσια, βατόμουρα, πορτοκάλια , γρασίδι, κρινάκια. Ετσι βλέπει τα χρώματα τώρα. Απο την μυρωδία τους. Και ζωγραφίζει το αλογάκι και μετά αρχίζει να ζωγραφίζει πάνω στο καμβά.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

«Ονειρο ήταν» , είπε με δυνατή φωνή στον εαυτό του αφου κάνεις άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο. Απλωσε το χέρι του και ψηλάφησε να πιάσει απο το κομοδίνο το ποτήρι με το νερό. Κάτι εσπρωξέ και το έριξε κάτω. Από το θόρυβό υπέθεσε οτι έσπασε το βάζο με τα λουλούδια. Τί μου τα έβαλε τα λουλούδια αφού δεν τα βλεπω είπε θυμωμένα . Μαλλον πρέπει να ψάξω για άλλη οικονόμο.

Είπε λίγο νερό, για να συνέλθει απο το όνειρο, αλλα ο ήχος του αέρα στα ξυλινα παραθυρόφυλλα τον γύρισε πίσω στο όνειρο, που μάταια, προσπαθουσε να ξεχάσει. Αυτόν τον ιδιο ήχο, σαν τρίξιμο, άκουσε και όταν γύρισε να δεί απο που έρχεται είδε ένα ξύλινο αλογάκι που κουνιότανε αμεριμνό πάνω στην βάση του. Ηταν υπέροχα σκαλισμένο και αν δεν ήταν βαμμένο μ’όλα αυτά τα χρώματα κάποιος θα πίστευε οτι ήταν αληθινό. Η ώχρα κυριαρχούσε πάνω στο ξύλο και έντονα κόκκινα, πράσινα, μπλέ σχέδια κάλυπταν το υπόλοιπο σώμα του. Ρουφαγε όλα αυτα τα χρώματα με τα μάτια του, του είχαν λείψει απο τότε που είχα χάσει την όρασή του , μέχρι που η φωνή του αλόγου τον διέκοψε.

«Αργησες» του είπε. «Ισως να μην προλάβουμε».
«Αργησα ? Γιατι άργησα, και τι είναι αυτό που δεν θα προλάβουμε ?» είπε στο Αλογο σαστισμένος. Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω τώρα του απάντησε και κατέβηκε απο την βάση του.

«Θα ανέβεις ?» τoν ρώτησε το Αλογο. Θα σου εξηγήσω στην διαδρόμή.
«Oχι δεν θα ανέβω πριν μου εξηγήσεις γιατί αργησα, τι δεν θα προλάβουμε και που θα πάμε» ήθελε να του πεί αλλα ανέβηκε χωρίς να πεί λέξη.

Κάθησες καλά ? Μην ξεχνάς να κρατάς τα γκέμια , έτσι για ασφάλεια. Αλλιώς το είχα προγράματίσει αλλά άργησες και θα χρειαστεί να κάνω καποιες αλλαγές.

Ξεκινάμε. Ετοιμος ?
«Ετοιμος» απαντά.

Το Αλογο κάλπαζε στο λιβάδι και εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει , να βρεί τις απάντήσεις που το άλογο δεν έδωσε. Αλλά μετά απο λίγο, περιτρυγιρισμένος αποόλα αυτα τα χρώματα, ξέχασε και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις και απλά κοιτούσε γύρω του. Ενα απέραντο λιβάδι με λουλούδια. Κοκκινα, κιτρινα, φουξια, πορτακαλιά, μενεξεδιά, γαλάζια, μωβ και πιο πέρα θάμνοι με μικρά φρουτά. Κοίταζε δεξιά του , κοίταζε αριστερά του, κοίταζε μπροστά και έριχνε και μια ματια πίσω να δεί για τελευταια φορά ότι ειχε ηδη δει πριν απομακρυθούν και δεν τα δει ξανα. Λουλούδια , φυτά, πουλια , ζώα, και αυτές οι υπεροχες πεταλούδες, όλα είχαν απίστευτα χρώματα. Χρώματα και που οι καλύτεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν να φτιαξούν στην παλέτα του και να βάλουν στο καμβά τους. Το ήξερε αυτό γιατι ήταν ζωγράφος, απο τους καλύτερους. Μέχρι που έχασε την όραση του.

Το Αλογο σταμάτησε δίπλα στο ποτάμι, ηπιε λίγο νερό και τον ρώτησε. «Είσαι καλά?»
Ναι , του απάντησε.
Θα ακολουθήσουμε το ποτάμι και θα πάμε στο δάσος. Και ξαφνικά δύο τεράστια φτερά ανοίγουν και το άλογο απογειωνεται.
Πετάμε, σκέφτέται δυνατά.
Ναι, έχουμε αργήσει.

Το ποτάμι, σαν γαλάζια πινελιά πάνω στο καταπράσινο λιβάδι στα δύο, σχηματίζει ενα διάδρομος που χάνεται στο δάσος.
Φτάσαμε λέει το Αλογο και προσγειώνονται. Μπαίνουν μέσα στο δάσος και περιπλανιονται . Είναι φθινόπωρο και παντού κυριαρχούν ζεστα πορτοκαλια, κοκκινα καφέ χρώματα . Βλέπει , μυρίζει , ακουεί το άνεμο να μιλά με τις φυλλωσιές των δέντρων μέχρι που μπροστά του βλέπει ένα χιονισμένο δέντρο, και μετα ένα άλλο. Κάνει κρύο, είναι χειμώνας, τα παντα είναι χιονισμένα.


- Που είμαστε? ρωτάει το άλογο. Τί δάσος είναι αυτό ?
-«Μαγικό», του απαντά και συνεχίζει να καλπάζει μέσα στον Χειμώνα, στην Ανοιξή στο Καλοκαιρι, και φτάνουν ξανά στο φθινόπωρο.Εβλεπε το χρόνο να τρέχει και οι εποχές να γυρίζουν γύρω- γύρω, σαν τα ξύλινα άλογα του καρουσέλ που σαν παιδί λάτρευε να βλέπει. Ακολουθουν ξανά το ποτάμι μέχρι που φτάνουν σ’ενα τεράστιο ξέφωτο. Του κόβεται η ανάσα με το θέαμα που αντικρίζει. Το δάσος , σαν κυκλικό τειχος και στο κέντρο μία λίμνη, ένας τεράστιος καθρέπτης που μέσα του βλέπει χιλιαδες χρώματα. Το Δάσος , όλα τα χρώματα του δάσους αντανακλόνται στα νερά της λίμνης, σαν να έχει βουτήξει ένα ουράνιο τόξο μέσα σ’αυτη.

Δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια του και κλαίει με λυγμούς. Στρέφει το βλέμμα του προς το Αλογο, θέλει κάτι να του πεί μα δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Κλαίει, κλαίει όλο του το κορμί, τρέμει και νιώθει να τρέμει και η γή κάτω απο τα πόδια του. Μέσα του άνεμοι φυσούν δυνατα , τους νιώθει και στο πρόσωπό του.

Ξαφνικά το Αλογο τον αρπάζει και τρέχουν μέσα στο δάσος. Πρέπει να κρυφτούμε , ακούει να του λέει. Η γη σείεται και οι άνεμοι φυσούν θυμωμένοι. Κρύβονται πίσω απο κάτι δεντρα και θάμνους και το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα εκεί που ακούγετε ένας δυνατος θόρυβός που μοιάζει με βήματα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει, ο ήλιος χάνεται, και μία γυναίκα γίγαντας εμφανίζεται. Το προσωπό της του είναι γνώριμο αλλα δεν θυμάται απο που και το σώμα της σαν ένα τεράστιο γιάλινο μπουκάλι . Εκπνεει και χιλιάδες μικροσκοπικά χέρια βγαίνουν απο τα ρουθούνια τις και μαζευουν τα χρώματα απο τα λουλουδια , τα φρουτα, τα φύλλα των δεντρων , τα πουλια , τα ζώα και ύστερα εισπνέει και τα χέρια επιστρέφουν και ρίχνουν οτι μαζεψαν μέσα στο σώμα-μπουκάλι . Και μετά εκπνεύει ξανα και εισπνεύει, και εκπνεει και εισπνέει, μέχρι που τα χέρια έχουν αρπάξει όλα τα χρώματα.

Γιατί, γιατί, γιατί ψιθυρίζει. Ολα γύρω του είναι ασπρόμαυρα τώρα εκτός απο το μπουκάλι που μέσα απο το διάφανο γιαλί μπορουσε να δεί χρωματιστά κομματάκι που μοιάζουν με φυλλα δεντρων, πτερά πεταλούδων, γρασίδι, πέταλα λουλουδιών, φρούτα. Η γυναίκα –γίγαντας και τα χρώματα απομακρύνονται και χάνονται απο τα μάτια του. Εκείνος γυρνά προς την πλευρά του αλόγου και τον ρωτά «Τι κάνουμε τώρα? Κάτι πρέπει να κάνουμε!». Μα αντί για το Αλόγο που ταξίδεψαν μαζί , τώρα βλέπει ένα άχρωμο ξύλινο αλογάκι να κουνιέται αμέριμνο πάνω στη βάση του.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

ονειρο

«Ονειρο ήταν» , είπε με δυνατή φωνή για να το ακούσει ο ίδιος αφου κάνεις άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο του. Απλωσε το χέρι του και ψηλάφησε να πιάσει απο το κομοδίνο το ποτήρι με το νερό. Κάτι εσπρωξέ και το έριξε κάτω. Από το θόρυβό υπέθεσε οτι έσπασε το βάζο με λουλούδια. Τί μου τα έβαλε τα λουλούδια αφού δεν τα βλεπω είπε θυμωμένα . Μαλλον πρέπει να ψαξώ για άλλη οικονόμο.

Είπιε λίγο νερό για να συνέλθει απο το όνειρο αλλα ο ήχος του αέρα στα ξυλινα εξώφυλλα τον γύρισε πίσω στο όνειρο που μάταια προσπαθουσε να ξεχάσει. Αυτόν το ήχο σαν τρίξιμο άκουσε και όταν γύρισε να δεί απο που έρχεται είδε ένα ξύλινο αλογάκι. Κουνιότανε αμέριμνο πάνω στην βάση του. Ητάν υπέροχα σκαλισμένο και αν δεν ήταν βαμένο μ’όλα αυτά τα χρώματα κάποιος θα πίστευε οτι ήταν αληθινό. Η ώχρα κυριαρχούσε πάνω στο ξύλο και έντονα κόκκινα, πράσινα, μπλέ σχέδια κάλυπταν το υπόλοιπο σώμα του. Ρουφαγε όλα αυτα τα χρώματα με τα μάτια του, του είχαν λείψει απο τότε που είχα χάσει την όρασή του , μέχρι που η φωνή του αλόγου τον διέκοψε. «Αργησες» του είπε. «Ισως να μην προλάβουμε».
«Αργησα ? Γιατι άργησα, και τι είναι αυτό που δεν θα προλάβουμε ?» είπε στο Αλογο σαστισμένος. Δεν ‘εχω χρόνο να σου εξηγήσω τώρα του απάντησε και κατέβηκε απο την βάση του. «Θα ανέβεις ?» τoν ρώτησε το Αλογο. Θα σου εξηγήσω στην διαδρόμή.
«Oχι δεν θα ανέβω πριν μου εξηγήσεις γιατι αργησα, τι δεν θα προλάβουμε και που πάμε» ήθελε να του πεί αλλα ανέβηκε χωρίς να πεί λέξη.
Κάθησες καλά ? Μην ξεχνάς να κρατάς τα γκέμια , έτσι για ασφάλεια. Αλλίως το είχα προγραμματίσει αλλά άργησες και θα χρειαστεί να κάνω καποιες αλλαγές. Ξεκινάμε. Ετοιμος ?

«Ετοιμος» απαντά.

Το Αλογο αρχίζει να καλπάζει στο λιβάδι και εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει , να βρεί τις απάντήσεις που το άλογο δεν έδωσε. Αλλά μετά απο λίγο, μέσα σ΄όλα αυτα τα χρώματα, ξέχασε και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις και απλά κοιτούσε γύρω του. Ενα απέραντο λιβάδι με λουλούδια σ’ολα τα χρώματα, πιο πέρα θάμνοι με μικρά φρουτά. Καποια απο αυτα τα ήξερε, κάποια άλλα ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπε. Κοίταζε δεξιά του , κοίταζε αριστερά του, κοίταζε μπροστά και έριχνε και μια ματια πίσω να δεί για τελευταια φορά ότι ειχε δει πριν απομακρυθούν και δεν τα ξαναδει. Λουλούδια , φυτά, πουλια , ζώα, και αυτές οι υπεροχες πεταλούδες, όλα είχαν απίστευτα χρώματα. Χρώματα και που οι καλύτεροι ζωγράφοι δεν μπορούσαν να φτιαξούν στην παλέτα του και βάλουν στο καμβά τους. Το ήξερε αυτό γιατι ήταν ζωγράφος, απο τους καλύτερους. Μέχρι που έχασε την όραση του.

Το Αλογο σταμάτησε δίπλα στο ποτάμι, ηπιε λίγο νερό και τον ρώτησε. «Είσαι καλά?»
Ναι , του απάντησε.
Θα ακολουθήσουμε το ποτάμι και θα πάμε στο δάσος. Και ξαφνικά δύο τεράστια φτερά εμφανίζονται και το άλογο απογειωνεται.

Πετάμε, σκέφτέται δυνατά.
Ναι, έχουμε αργήσει.

Ακολουθουν την καταγάλανη γραμμή που κόβει το καταπράσινο λιβάδι στα δύο, μεχρι που ο μπλε διάδρομος χάνεται μέσα στο δάσος.
Φτάσαμε λέει το Αλογο και προσγειώνονται. Μπαίνουν μέσα στο δάσος και περιπλανιονται . Είναι φθινόπωρο και παντού κυριαρχούν ζεστα πορτοκαλια, κοκκινα καφέ χρώματα . Βλέπει , μυρίζει , ακουεί το άνεμο να μιλά με τις φυλλωσιές των δέντρων μέχρι που μπροστά του βλέπει ένα χιονισμένο δέντρο, και μετα ένα άλλο. Κάνει κρύο, είναι χειμώνας, τα παντα είναι χιονισμένα.


- Πολυ είμαστε? ρωτάει το άλογο. Τί δάσος είναι αυτό ?
-«Μαγικό», του απαντά και συνεχίζει να καλπάζει μέσα στον Χειμώνα, στην Ανοιξή στο Καλοκαιρι, και φτάνουν ξανά στο φθινόπωρο.Εβλεπε το χρόνο να τρέχει και οι εποχές να γυρίζουν γύρω- γύρω, σαν τα ξύλινα άλογα του καρουσέλ που σαν παιδί λάτρευε να βλέπει. Ακολουθουν ξανά το ποτάμι μέχρι που φτάνουν σ’ενα τεράστιο ξέφωτο. Του κόβεται η ανάσα με το θέαμα που αντικριζεί. Το δάσος , σαν κυκλικό τειχος και στο κέντρο μία λίμνη, ένας τεράστιος καθρέπτης που μέσα του βλέπει χιλιαδες χρώματα. Το Δάσος , όλα τα χρώματα του δάσους αντανακλόνται στα νερά της λίμνης, σαν να έχει βουτίξει ένα ουράνιο τόξο μέσα σ’αυτη.
Δάκρυα τρέχουν απο τα μάτια του και κλαίει με λυγμούς. Στρέφει το βλέμμα του προς το Αλογο, θέλει κάτι να του πεί μα δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Κλαίει, κλαίει όλο του το κορμί, τρέμει και νιώθει να τρέμει και η γή κάτω απο τα πόδια του. Μέσα του άνεμοί φυσούν δυνατα , τους νιώθει και στο πρόσωπό του.
Το Αλογο τον αρπάζει και τρέχουν μέσα στο δάσος. Πρέπει να κρυφτούμε , ακούει να του λέεί. Η γη σίετε και οι άνεμοι είναι θυμωμένοι. Κρύβονται πίσω απο κάτι δεντρα και θάμνους και το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα εκεί που ακούγετε ένας δυνατος θόρυβός που μοιάζει με βήματα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει, ο ήλιος χάνεται, και μία γυναίκα γίγαντας εμφανίζεται. Το προσωπό της του είναι γνώριμο αλλα δεν θυμάται απο που και το σώμα της ένα τεράστιο γιάλινο μπουκάλι . Εκπνεύει και χιλίάδες μικροσκοπικά χέρια βγαίνουν απο τα ρουθούνια τις και μαζευουν τα χρώματα απο τα λουλουδια , τα φρουτα, τα φύλλα των δεντρων , τα πουλια , τα ζώα και ύστερα εισπνέει και τα χέρια επιστρέφουν και ρίχνουν οτι μαζεψαν μέσα στο σώμα-μπουκάλι . Και μετά εκπνεύει ξανα και εισπνεύει, μέχρι που τα χέρια έχουν αρπάξει όλα τα χρώματα.

Ολα γύρω του είναι ασπρόμαυρα τώρα εκτός απο το μπουκάλι που μέσα απο το διάφανο γιαλί μπορουσε να δεί χρωματιστά κομματάκι που μοιάζουν με φυλλα δεντρων, πτερά πεταλούδων, γρασίδι, πέταλα λουλουδιών, φρούτα. Η γυναίκα –γίγαντας τότε φεύγει. Εκείνος γυρνά προς την πλευρά του αλόγου και τον ρωτά «τώρα τι κάνουμε ?». Μα αντί για το Αλόγο που ταξίδεψε μαζί , τώρα βλέπει ένα άβαθο ξύλινο αλογάκι να κουνιέται πάνω στη βάση του.