Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Το αυτοκίνητο σταματάει στην πλατειά του χωριού. Η Πηνελόπη κατεβαίνει και κατευθύνεται στο καφενείο . Έχει χρόνια να έρθει στο χωριό της γιαγιάς, αλλά αυτόν το μεγάλο πλάτανο δεν τον ξεχνά. Όταν ήταν μικρή έπαιζε για ώρες σ’αυτη την πλατειά. Κάθε καλοκαίρι για ένα μήνα πήγαινε να ζήσει με τον παππού και την γιαγιά . Ξαφνικά ένα καλοκαίρι δεν πήγε . Δεν ήξερε γιατί. Αργότερα έμαθε.

Σ’ολη την διαδρομή αυτό τον πλάτανο σκεφτόταν. Θα καθόταν να πει ένα καφέ, αν υπήρχε ακόμα το καφενείο και ο πλάτανος και μετά θα πήγαινε στο σπίτι. Μόλις έστριψε και είδε αυτό που σκεφτόταν, ένα χαμόγελο βγήκε μέσα από την καρδιά της.
Κάθισε σένα απόμερο τραπεζάκι και περίμενε να παραγγείλει. Ένα ηλικιωμένος άνδρας , μάλλον ο ιδιοκτήτης του καφενείου , έπαιρνε παραγγελιά σ΄ένα άλλο τραπέζι. Την είδε και της έκανε νόημα ότι θα πάει σε λίγο κοντά της.
Μακάρι να μην έχει όρεξη για κουβέντα σκέφτηκε γιατί εκείνη δεν είχε διάθεση. Ο αέρας ήταν λιγοστός και δεν της έφτανε να αναπνεύσει Ο αέρας του χωριού ήταν πάντα πιο παγωμένος και πιο πλούσιος. Έτσι τον θυμόταν πάντα. . Γι αυτό σκεφτόταν την δροσερή σκιά του πλάτανου ερχόμενη στο χωριό. Γι αυτό ήρθε αυτό το σαββατοκύριακο παρόλο που είχε πολλά να ετοιμάσει για την δουλεία . Η επόμενη εβδομάδα ήταν δύσκολη. Βγάζει το laptop από την τσάντα . Ευκαιρία να απαντήσει στα e-mail και να αποφύγει την ανάκριση του σχεδιάζει να κάνει ο καφετζής στην ‘ξένη» που ήρθε στο καφενείο του. Και το κόλπο έπιασε. Ήρθε, άφησε καφέ και νερό, προσπάθησε να πιάσει κουβέντα και εκείνη ευγενικά τη απέφυγε.
Όλοι γύρω της την έβλεπα να κοιτά την οθόνη του υπολογιστή. Εκείνη κοίταγε τα βουνά, πάνω από την οθόνη του υπολογιστή.
Μια φωνή την έφερε πίσω. Μπορώ να καθίσω για λίγο . Δεν θα σας ενοχλήσω. Γυρνάει να δει από πού έρχεται αυτή η φωνή. Ψηλός, γύρω στα 65, ηλιοκαμένο πρόσωπο, ζεστή φωνή. Τον κοίταξε με απορία. Σήμερα περπάτησα περισσότερο από άλλη φορά και για Απρίλιο είναι ζεστή ημέρα. Ένα διάλειμμα , εδώ στην σκιά και μετά συνεχίζω, εάν δεν σας πειράζει. Καθίστε, του είπε.. Δεν ξέρει γιατί, αλλά αυτό του είπε.
Μπορείτε να πάρετε το νερό μου. Είναι καθαρό και δεν το χρειάζομαι .
Ευχαριστώ της απάντησε και πήρε το ποτήρι στα χέρια του.
Περπατάτε καθημερινά τον ρωτά
Όσο μπορώ ναι. Εσείς ?
Μπα…. Δεν προλαβαίνω του απαντά. Χρειάζεται ελεύθερος χρόνος και εμένα μου λείπει.
Ξαφνικά η οθόνη που λίγο πριν την προστάτευε από ανεπιθύμητους εισβολείς μοιάζει με τείχη φυλακής και με μία κίνηση τα γκρεμίζει.
Θα πρέπει το επάγγελμά σας να σας άφηνε ελεύθερο χρόνο να μπορείτε να κάνετε τις βόλτες σας. Με τι ασχολείσθε? Αν μου επιτρέπεται αυτή την ερώτηση, συμπλήρωσε για να διορθώσει την αδιακρισία της.
Λύνω μάγια της είπε . Η Πηνελόπη θα πρέπει να έδειξε την αμηχανία της γιατί ο άνδρας της είπε χαμογελώντας Ο Μιχαήλ-Άγγελος το είπε αυτό.
Δεν το έχω ξανακούσει αυτό ,του είπε.
«Είδα ένας άγγελο μέσα στην πέτρα και την λάξευσα μέχρι να τον ελευθερώσω» Αυτό πίστευε ότι κάνει ένας γλύπτης. Λύνει τα μάγια και ελευθερώνει την μορφή που κοιμάται μέσα στην πέτρα. Είμαι απλά ένας γλύπτης, όπως και εσείς και κάθε άνθρωπος, για να απαντήσω και στην ερώτησης σας.

Μίλησαν για λίγη ώρα ακόμα και ύστερά ο άνδρας σηκώθηκε την ευχαρίστησε για την φιλοξενία και έφυγε.
Η Πηνελόπη έμεινε για λίγο , ήπιε τον καφέ της , φώναξε τον καφετζή να τον πληρώσει και έφυγε. Στο δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς και του παππού είδε ξανά αυτόν άνδρα. Μόλις είχε βγει από το κεντρικό δρόμο και περπατούσε σε ‘ένα μονοπάτι. Σταμάτησε το αυτοκίνητο της και βγήκε έξω. Ήθελε να τον φωνάξει. Δεν το έκανε. Εκείνος ξαφνικά σταμάτησε. Γύρισε προς την Πηνελόπη σήκωσε το χέρι του ,την χαιρέτησε και συνέχισε τον δρόμο του μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της . «Είμαι απλά ένας γλύπτης, όπως και εσείς και κάθε άνθρωπος» τον άκουσε να λέει , αυτή την φορά μέσα στην σκέψη της.
Μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο και πήγε στο σπίτι. Ένιωθε περίεργα αλλά δεν ήξερε από πού ερχόταν αυτό το συναίσθημα. Ήταν η επιστροφή στο σπίτι μετά από 30 χρόνια, ήταν ο λόγος αυτής της μικρής απόδρασης ή αύτη η συνάντηση με τον γλύπτη. Αισθάνθηκε ότι κρύωνε. Βρήκε ξύλα, άναψε το τζάκι, άνοιξε το κρασί που είχε φέρει μαζί της και έμεινε εκεί για ώρες παρατηρώντας τις φλόγες μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα περπάτησε μέχρι το καφενείο. Είπε στον καφετζή ποια είναι. Της είπε ότι την θυμόταν, έπαιζε με την κόρη του όταν ήταν μικρή. Αφού τον άκουσε να λέει διάφορες ιστορίες που σχεδόν καμία από αυτές δεν θυμόταν τον ρώτησε. Ξέρετε που μπορώ να βρω τον κύριο που καθόταν χτες στο τραπέζι μου. Δεν είναι από τα μέρη μας της απάντησε. Νόμιζα ότι ήταν γνωστός σας, δεν τον έχω ξαναδεί της απαντά. Τον χαιρέτησε και επέστρεψε στο σπίτι . Σταμάτησε στο σταυροδρόμι, εκεί που ο δρόμος της συναντούσε αυτόν που περπατούσε χτες ο άνδρας. Ήλπιζε να τον δει αλλά κανείς δεν υπήρχε. Ήθελε να τον ρωτήσει για το πώς ο Μιχαήλ-Αγγέλας έβλεπε τι υπήρχε μέσα στην πέτρα και με ποιον τρόπο την ελευθέρωνε. Αλλά ο δρόμος ήταν άδειος.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Μεσα στην φωτια

Ξέρεις τι θα ‘ήθελα τώρα ? Να μπορούσαμε να πάμε κάπου ήσυχα να φτιάξουμε την μικρή μας κατασκήνωση. Χρειάζομαι ξεκούραση. Ενα έρημο νησί η μια απόμερη παραλία θα ήταν ότι επιθυμώ περισσότερο αυτές τις ημέρες και η δική σου παρέα ιδανική.
Ξαπλώνω στο καναπέ μου , κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να ξεκουράσω κορμί και μυαλό. Ότι προλάβω και για σήμερα. Και εκεί που κατάφερα να διώξω για λίγο τις σκέψεις για τι έκανα και τι δεν πρόλαβα να κάνω σήμερα και τι με περιμένει αύριο, εκεί που όλα ησύχασαν για λίγο στο μυαλό μου , νιώθω τα πόδια μου να βρέχονται. Πετάγομαι και ανοίγω τα μάτια μου.

Τρόμαξες ? μου είπες. Σήκωσε κύμα αλλά δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Χρειάζεσαι ύπνο. Ναι έγνεψα. Έχουμε κάνει πολλές φορές αυτή την συζήτηση. Έχεις δίκιο σου λέω πάντα, αλλά δεν μπορώ να το κάνω ακόμα. Έχω πολλές εκκρεμότητες ακόμα. Δεν μπορώ να φύγω .μέχρι που κατέρρευσα από την κούραση και έφυγα. Αντέχω ακόμα σου έλεγα. Τελικά δεν άντεξα.

Πως πήγε το ψάρεμα ? σε ρώτησα. Φρόντισα και σήμερα για την επιβίωση μας . Ορίστε η απόδειξη, μου λες και μου δείχνεις ένα μεγάλο ψάρι. Χαμογελάω και δεν σου λέω ότι το ψάρι δεν είναι η μόνη τροφή που μου προσφέρεις. Καλός ψαράς και καλός κιθαρίστας σου λέω αντί γι’ αυτό. Απόλαυσα την χθεσινή σου συναυλία.
Αν μαγειρέψεις ίσως ακούσεις και σήμερα μουσική. Δεσμεύομαι σου λέω. Εγώ το λέω, εγώ που ένα χρόνο πριν δεν ήθελα καν να ακούσω αυτή την λέξη. Μ’ έπνιγε αυτή η λέξη. Ακόμα με πνίγει αλλά όχι πάντα και όχι με όλους. Πως κατάφερες να τρυπώσεις μέσα από τα τείχη ακόμα αναρωτιέμαι. Αλλα αντι γι’αυτό σου ειπα
Είσαι τυχερός που έχεις την μουσική, που μπορείς να εκφράσεις την ανάγκη σου για δημιουργία. Χαμογελάς πονηρά. Ξέρεις τι σκέψεις έκανα και ξέρεις ότι αλλάζω θέμα. Ξέρω και τι θα μου έλεγες αν άκουγες τις σκέψεις μου και ξέρω τι θα μου πεις για την δική μου κιθάρα που ψάχνω ακόμα να βρω αλλά δεν στο λέω. Χαμογελάω και εγώ

Ωραία έψησες το ψάρι. Το εισιτήριο για την συναυλία είναι δικό σου. Όταν δεσμεύομαι, δεσμεύομαι, απαντώ γελώντας. Όταν δεσμεύομαι δεσμεύομαι και αυτό με δυσκολεύει σκέφτομαι. Δεν στο λέω. Το ξέρεις ήδη.

Σκοτείνιασε. Το μόνο φως που έχουμε είναι το φεγγάρι και η φωτιά μας. Μ αρέσει να βλέπω το φεγγάρι. Το είχα ξεχάσει και μου το θύμησες. Άραγε πως το ήξερες. Μιλάω με το φεγγάρι .Εσύ και η κιθάρα σου κάνουν ησυχία. Χαζεύω την φωτιά. Ακόμα ησυχία κανείς. Σε κοιτώ χωρίς να σου πω κάτι και εσύ μου απαντάς. «αν θέλεις μιλήσεις , είμαι εδώ»
Φοβάται ο φοίνικας, σε ρωτώ. Όταν ανάβει την φωτιά που μέσα της θα πέσει και θα καεί φοβάται ? Και όταν καίγετε , πριν γίνει στάχτη ,φοβάται ?
Δεν ξέρω, απαντάς. Μάλλον ναι. Αλλά σίγουρα ξέρει ότι για να ξαναγυρίσει νέος και δυνατός πρέπει να πεθάνει πρώτα. Γεννιέται πεθαίνει και από τις στάχτες του αναγεννάτε . Ο ίδιος κύκλος ξανά και ξανά. Ζωή θάνατος αναγέννηση.
Ναι , αυτό κάνει ο φοίνικας. Όχι αυτό κάνει, αυτό είναι, μου λες.
Ναι αυτό είναι . Σε λίγες ημέρες το φεγγάρι θα αδειάσει, σκέφτομαι φωναχτά
Και μετά θα αρχίσει να γεμίζει ξανά, συμπληρώνεις
Ησυχία και πάλι. Χωρίς να το καταλάβω έχω ζωγραφίσει μια σπείρα στην άμμο. Μια σπείρα είναι τα ίχνη που αφήνουμε περπατώντας. Εκεί που πάει να κλείσει ένας κύκλος ανοίγει ένας άλλος . Ανοίγει η σπείρα, ανοίγουμε και εμείς
Βγάζεις την κιθάρα από την θήκη της και αρχίζεις να παίζεις.
Κτυπάει το κινητό και ξυπνάω. Πετάγομαι και ανοίγω τα μάτια μου. Δεν το πρόλαβα. Ρίχνω μια ματιά στην οθόνη του υπολογιστή. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ένα mail έφτασε. Με ρωτάς τι κάνω.
Φοβάται ο φοίνικας, σου γράφω. Όταν ανάβει την φωτιά που μέσα της θα πέσει και θα καεί φοβάται ? Και όταν καίγετε , πριν γίνει στάχτη ,φοβάται ? και πατάω «αποστολή».